Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έτερον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ετερονομία η [eteronomía] Ο25 : (φιλοσ.) έλλειψη ηθικής αυτονομίας.

[λόγ. < γαλλ. hétéronomie < hétéro- = ετερο- + αρχ. νόμ(ος) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες