Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έπιπλο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έπιπλο το [épiplo] Ο40 : γενική ονομασία αντικειμένων, συνήθ. κινητών και χωρίς μηχανισμό, που χρησιμοποιούνται κυρίως σε κλειστούς χώρους και ιδίως στις κατοικίες: Kυριότερα έπιπλα του σπιτιού είναι το τραπέζι, η καρέκλα, η πολυθρόνα, ο καναπές, το κρεβάτι, η ντουλάπα, ο μπουφές, η βιβλιοθήκη. Έπιπλα σαλονιού / τραπεζαρίας / κουζίνας / κρεβατοκάμαρας / βεράντας / κήπου. Έπιπλα γραφείου. ~ από ξύλο / φορμάικα / μέταλλο / πλαστικό / μπαμπού. Kλασικό / μοντέρνο ~. Παλιά / μεταχειρισμένα έπιπλα. Kατασκευή / εμπόριο / έκθεση επίπλων. || ως χαρακτηρισμός για άλλα αντικείμενα κατασκευασμένα και ιδίως επενδυμένα έτσι, ώστε να μοιάζουν με έπιπλο: Ψυγείο ~. επιπλάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ἔπιπλα τά (πληθ., σπάν. στον εν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιπλοκή η [epiplokí] Ο29 : 1.παθολογική εκδήλωση που προστίθεται στη συνηθισμένη εξέλιξη μιας αρρώστιας ή άλλης αντίστοιχης κατάστασης και την επιδεινώνει: Οι επιπλοκές της γρίπης / της ανεμοβλογιάς. Επιπλοκές μιας εγχείρησης / ενός τοκετού. Φάρμακα για πρόληψη επικίνδυνων / δυσάρεστων επιπλοκών. 2. (σπάν.) έκτακτη δυσχέρεια ή δυσκολία.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιπλοκή `πλέξιμο, σύγχυση΄ σημδ. γαλλ. compli cations (πληθ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιπλοποιείο το [epiplopiío] Ο39 : εργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής επίπλων.

[λόγ. έπιπλ(ον) -ο- + -ποιείον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιπλοποιία η [epiplopiía] Ο25α : 1.κατασκευή επίπλων καθώς και η σχετική τέχνη: Προϊόντα επιπλοποιίας. 2. εργοστάσιο κατασκευής επίπλων· επιπλοποιείο.

[λόγ. έπιπλ(ον) -ο- + -ποιία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιπλοποιός ο [epiplopiós] Ο17 : τεχνίτης που κατασκευάζει έπιπλα.

[λόγ. έπιπλ(ον) -ο- + -ποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες