Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έντερο το [éndero] Ο40 : (και ιατρ., στον εν. ή στον πληθ.) το τμήμα του πεπτικού σωλήνα από το στομάχι ως τον πρωκτό, στο οποίο ολοκληρώνεται η πέψη: Aνατομία του εντέρου / των εντέρων. Παθήσεις / λοιμώξεις του εντέρου / των εντέρων, εντερικές. Έχω πόνο / ενοχλήσεις στα έντερα. || (στον εν.) για το καθένα από τα δύο τμήματα στα οποία διακρίνεται ανατομικώς το έντερο: Λεπτό ~. Παχύ ~.
[λόγ. < αρχ. ἔντερον (πληθ. ἔντερα `εντόσθια΄)]
- εντερο- [endero] & εντερό- [enderó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & εντερ- [ender], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (ανατ., ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο ανθρώπινο έντερο: εντεραλγία, εντερεκτομή, ~γραφία, ~λιθίαση, εντερόλιθος, ~λογία, ~πάθεια, ~πλαστική, ~σκόπιο.
[λόγ. < αρχ. ἐντερ(ο)- θ. του ουσ. ἔντερο(ν) `έντερο΄, ἔντερα `εντόσθια΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐντε ρο-ειδής `που μοιάζει με εντόσθια΄, ἐντερο-πώλης `που πουλάει εντόσθια΄ & διεθ. entero- < αρχ. ἐντερο-: εντερο-κολίτιδα < γαλλ. entéro colite]
- έντερο(ν) το· άντερο(ν)· ένδερο(ν).
-
- (Συν. στον πληθ.) έντερα:
- (Κατζ. Α´ 27)·
- έκφρ. τα έντερα της γης = γεωσκώληκες, «σκουληκαντέρες»:
- (Ιερακοσ. 45923), (Σταφ., Ιατροσοφ. 7198)·
- φρ.
- (1) βράζου τ’ άντερά (μου) = αναστατώνομαι:
- (Κατζ. Β´ 414)·
- (2) λυούσι τ’ άντερά (μου) = αναστατώνομαι:
- (Θησ. Δ´ [86])·
- (3) χύνω τ’ άντερα κάπ. = σκοτώνω κάπ.:
- (Κατζ. Ε´ 477).
- (1) βράζου τ’ άντερά (μου) = αναστατώνομαι:
[αρχ. ουσ. έντερον. Ο τ. άντερον στο Βλάχ. και σήμ. (‑ο). Η λ. (‑ο) και σήμ.]
- (Συν. στον πληθ.) έντερα:
- εντεροκάρδια τα.
-
- Σπλάχνα:
- οι λύκοι να φάσι … τα εντεροκάρδιά σου (Σπανός D 1755-6).
[<ουσ. έντερα + καρδιά]
- Σπλάχνα:
- εντεροκαρδιοσυκωτοφλέγμονα τα.
-
- Σπλάχνα:
- οι λύκοι να φαν … τα εντεροκαρδιοσυκωτοφλέγμονά σου (Σπανός A 503-4).
[λ. πλαστή <ουσ. εντεροκάρδια + συκωτοφλέγμονα]
- Σπλάχνα:
- εντεροκολίτιδα η [enderokolítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του βλεννογόνου των εντέρων, κυρίως του παχέως αλλά και του λεπτού· (πρβ. κολίτιδα, εντερίτιδα).
[λόγ. < γαλλ. entérocolite < entéro- = εντερο- + colite = κολ(ίτις) -ίτιδα]
- εντερολιθίαση η [enderoliθíasi] Ο33 : (ιατρ.) σχηματισμός και παρουσία λίθων μέσα στον εντερικό σωλήνα.
[λόγ. < γαλλ. entérolithiase < entéro- = εντερο- + lithiase = λιθία(ση) -ση]
- εντερόνεια η [enderónia] Ο27 : (λόγ.) 1. (ναυτ.) η εσωτερική (ξύλινη) επένδυση σκάφους. 2. (βοτ.) εντεριώνη.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐντερόνεια· 2: ελνστ. σημ.]
- εντεροπάθεια η [enderopáθia] Ο27 : (ιατρ.) οποιαδήποτε πάθηση των εντέρων.
[λόγ. εντερο- + -πάθεια]
- εντεροσπασμός ο· αντεροσπασμός.
-
- (Μεταφ.) αγωνία, τρόμος:
- με τέτοιους αντεροσπασμούς σήμερον ανιμένω (Θυσ. 504).
[<ουσ. έντερο(ν) + σπασμός. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Μεταφ.) αγωνία, τρόμος: