Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφαντος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άφαντος -η -ο [áfandos] Ε5 : 1.που εξαφανίστηκε, χάθηκε και δε φαίνεται πια, συνήθ. στην έκφραση γίνομαι ~: Έστριψε στη γωνία κι έγινε ~. 2. (λογοτ.) που δε φαίνεται ή που δε φάνηκε ακόμη· αόρατος: Kαι τον οχτρό μου χτύπησε χέρι άφαντο, μα το είδα. Kι όντας άφαντη στους άλλους η σκιά του Aλκαίου. || Tο άφαντο έργο ενός συγγραφέα, ανέκδοτο.

[αρχ. ἄφαντος]

[Λεξικό Κριαρά]
άφαντος (I), επίθ.
  • 1) Που εξαφανίστηκε:
    • (Διήγ. Aλ. V 58).
  • 2) Aσήμαντος:
    • το κακό … είν’ μικρό κι άφαντο στην αρχή του (Eρωτόκρ. Γ´ 281).
  • 3) Aπρεπής, αταίριαστος, απερίσκεπτος:
    • εις λογισμό πολλ’ άφαντο εμπήκες (Eρωτόκρ. A´ 1572).

[αρχ. επίθ. άφαντος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
άφαντος (II), επίθ.,
βλ. άφατος.
[Λεξικό Γεωργακά]
άφαντος, -η, -ο [áfandos]
  • ① invisible, unseen, indiscernible (syn αφανής2 1):
    • αρχίζει να ζεσταίνεται από τον άφαντο τον ήλιο (Psichari) |
    • οι ίδιοι καπετάνοι άρχισαν να νιώθουν κάποιο άφαντο χέρι να τους σπρώχνει στο χαμό (Karkavitsas) |
    • η φαντασία του καθενού είχε πλάσει από τ' άφαντο χάος μια ξέχωρη μορφή (Rotas) |
    • δύναται να αναστήσει τα πιο άφαντα βάθη της ψυχής (Spandonidis) |
    • poem .. τρογύρα τους απλώσαν | κρυφά του πολυμήχανου Ήφαιστου τ' άφαντα δίχτυα κλ (Homer Od. 8.297 Kaz-Kakr) |
    • άφαντη κάποια λεϊμονιά | μοσκοβολάει τη γειτονιά (Agras)
  • ② having disappeared, vanished, gone, lost (syn αφανισμένος 1):
    • phr γίνομαι ~disappear, vanish (syn phr γίνομαι αόρατος, syn εξαφανίζομαι) |
    • κάνω κάτι άφαντο cause sth to disappear, steal (syn εξαφανίζω) |
    • το συκώτι έγινε άφαντο στην αγορά |
    • folkt πήγαμε στης γυναίκας, μας τάγισε και μας φιλοξένησε κι εσύ κάνεις άφαντο το σινί της (Loukatos) |
    • ο καλόγερος, που κρατούσε το κλειδί της βιβλιοθήκης, ήταν ~(Papantoniou) |
    • μέρες τώρα η γυναίκα δε φάνηκε για πλύση μήτε για ψώνια και το παιδί της άφαντο κι αυτό (Tsirkas)
  • ⓐ law whose whereabouts have been unknown for a long time, disappeared:
    • το ημεδαπό δικαστήριο μπορεί να κηρύξει άφαντο έναν αλλοδαπό (Christidis AK)
  • ③ unknown, unrenowned, inconspicuous (syn αφανής2 3):
    • δούλεψαν άφαντοι για την πατρίδα, χωρίς προσωπικότητα (ChZalokostas) |
    • poem .. ήσουν πάντοτ' άφαντη και ταπεινή | και διάλεγες τα μονοπάτια να περάσεις (Theodorou)

[fr postmed, MG άφαντος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες