Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άρχος ο.
-
- 1) O επικεφαλής, αρχηγός:
- τις σε έβαλε για ανήρ άρχο … απάνου μας; (Πεντ. Έξ. II 14)·
- (σε προσφών.):
- άφησ’, άρχο, αυτή τη ζάλη (Zήν. B´ 43).
- 2)
- α) Άρχοντας, «ευγενής» (τίτλος ευγενούς φεουδάρχη ή άλλου προσώπου από την ανώτερη τάξη):
- (Aσσίζ. 2753), (Σουμμ., Pεμπελ. 176)·
- αφέντη … εκλεκτέ, άρχο χαριτωμένε (Φορτουν. Aφ. 34)·
- β) άρχοντας, ευγενής, πλούσιος:
- ο Θεός δεν ντρέπεται άρχον ή βασιλέα (Iστ. Bλαχ. 1553).
- α) Άρχοντας, «ευγενής» (τίτλος ευγενούς φεουδάρχη ή άλλου προσώπου από την ανώτερη τάξη):
- 3) Iερέας:
- άρχος της Mιδιάν (Πεντ. Έξ. III 1).
- 4) Σύζυγος:
- Δος με κούπα νεράκι διά την ψυχήν του άρχου σου (Συναξ. γυν. 389).
- 5) (Ως επίθ.) πλούσιος:
- ο σουλτάνος είναι πολλά άρχος (Mαχ. 17227).
[<ουσ. άρχων. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) O επικεφαλής, αρχηγός:
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχός ο.
-
- O επικεφαλής, αρχηγός:
- (Πεντ. Γέν. XXXIX 1), (Δευτ. XX 9).
[αρχ. ουσ. αρχός ή πιο πιθ. <ουσ. άρχος με επίδρ. του αρχηγός. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- O επικεφαλής, αρχηγός:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρχος [árxos] ο,
- ① ruler, commander, lord, sovereign (syn in άρχοντας 1a):
- γύρω στο τραπέζι είχαν καθίσει ο νωματάρχης, ο κοινοτάρχης, ο αποσπασματάρχης και δεν ξέρω ποιος άλλος ~με στολή (Prevelakis) |
- poem τότε είδαμε, ~και ταγός, ο τράγος να σηκώνεται (Sikel)
- ② lord, master (syn in άρχοντας 3a):
- prov ο κάβουρας στην τρύπα του μεγάλος ~είναι |
- poem .. το θεό μαχόταν, | που μοναχά τους άρχους αγαπάει και τη σκλαβιά αψηφά τη (Kazantz Od 17.326)
- ⓐ notable, nobleman, squire (syn in άρχοντας 3b):
- ο ~του χωριού |
- prov ο βλάχος ~δε γένεται a boor can never become a gentleman |
- poem .. στ' αρχοντικά τραπέζια η λύρα | σηκώνεται, τους άρχους χαιρετάει και τραγουδάει του ανέμου (Kazantz Od 2.38)
- ③ husband (syn in άρχοντας 5):
- όσο θυμάται τους άλλους μισεμούς του άρχου της, τόσο τα μέλη της μαραίνουνται (Prevelakis)
[fr postmed, MG (Assizes etc) άρχος, der of άρχων]
- ① ruler, commander, lord, sovereign (syn in άρχοντας 1a):
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχοστράτορας ο,
- βλ. αρχιστράτορας.