Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άριος
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Άριος ο [ários] Ο20α : αυτός που ανήκει στην άρια φυλή· (πρβ. Iνδοευρωπαίος).

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. Ἄριοι `κάτοικοι περιοχής της Περσίας΄ σημδ. γαλλ. aryen ή γερμ. Arier < σανσκρ. ārya `μέλος μιας από τις ανώτερες κάστες΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριός s. αραιός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άριος -α -ο [ários] Ε6 λόγ. θηλ. και αρία : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Άριους: Άρια φυλή, οι λαοί που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή ομοεθνία, και γενικά οι λευκοί λαοί ιδίως του βορρά: Kατέρρευσαν οι θεωρίες για την υπεροχή της αρίας φυλής.

[λόγ. επίθ. < ουσ. Άρι(ος) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άριος1 [ários] ο, (sp. also άργιος & αριός) bot
  • holly oak or holm oak, Quercus ilex or Quercus smilax (syn αριά):
    • απέραντο δάσος από πεύκα και πανύψηλους άριους (δρυς αρία) (Varelas)

[fr K ἀρία]

[Λεξικό Γεωργακά]
άριος2 [ários] ο, (sp. also άρειος & Άριος) (L)
  • member of the so-called Aryan race, Aryan (syn αριανός1):
    • με την εισβολή των αρίων απ' το βορρά, ο ινδοϊσμός άρχισε σαν απλή μορφή λατρείας της φύσης (Evelpidis)

[fr kath άριος ← AG ἄριος, ancient name of the Medes (Herodot.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άριος3, -α (& -ία), -ο [ários] (sp. also άρειος & Άριος) (L)
  • of or pertaining to Aryans, Aryan (syn αριανός2):
    • αρία ομογλωσσία, ομοφυλία |
    • οι άριοι κατακτητές καλλιεργούσαν μόνοι τους τα χωράφια τους (Evelpidis) |
    • αιματηρές θυσίες μόλυναν τους βωμούς των αρίων λαών (id.) |
    • επιδιώκουν να επιστρέψουν προς την κυριαρχία της αρίας φυλής (Lambridi)

[fr kath άριος ← K ἄριος ← OPers ariya]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες