Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνοιγμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άνοιγμα το [ániγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανοίγω. ANT κλείσιμο στις σημ. 1, 4β, 5, 6, 7, 9. 1. μετακίνηση αυτού που κλείνει, εμποδίζει ή φράζει μια δίοδο: Aυτόματο ~ πόρτας. Tο ~ του παραθύρου. 2α. σημείο, τόπος από όπου είναι δυνατή η διέλευση μέσα σε ή έξω από κλειστό χώρο· (πρβ. δίοδος, είσοδος, έξοδος): Πέρασε από ένα μικρό αφύλακτο ~. Tο ~ της σπηλιάς. β. ρωγμή, σχισμή: H βροχή προκάλεσε ανοίγματα στο χώμα. Έβλεπε από το ~ της πόρτας. 3. το πλατύτερο μέρος μιας έκτασης: Tο ~ του κόλπου / της κοιλάδας. 4α. διαπλάτυνση: Tο ~ του δρόμου. β. διεύρυνση: Tο ~ της ψαλίδας, η αύξηση της διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα σε δύο μεγέθη. 5. έναρξη, αρχή: Tο ~ της σχολικής / της τουριστικής περιόδου. Tο ~ του τριωδίου. 6. ελεύθερη πρόσβαση σε τόπο: Tο ~ των συνόρων. Tο ~ του δρόμου που ήταν κλειστός από τους απεργούς. 7. διάρρηξη αγγείου ή ιστού του σώματος: Tο ~ της μύτης / της πληγής. 8. άνθηση, λουλούδιασμα: Tο ~ των μπουμπουκιών. 9. ~ λογαριασμού: α. έναρξη δοσοληψιών με τράπεζα. β. άρση του απορρήτου. 10. εγχείρημα, πράξη που στοχεύει στη διεύρυνση των δυνατοτήτων κάποιου: Οικονομικό / πολιτικό ~. 11. προσπάθεια για βελτίωση των σχέσεων με κπ.: Ελληνοαραβικό ~.

[ελνστ. ἄνοιγμα]

[Λεξικό Κριαρά]
άνοιγμα το.
  • Άνοιγμα, αυτό που διανοίγει κ.·
    • έκφρ. άνοιγμα (μήτρας) = πρωτότοκο ανθρώπου ή ζώου:
      • (Πεντ. Έξ. XIII 12
      • άνοιγμα βοδιού (αυτ. Έξ. XXXIV 19
    • (πλεοναστικά):
      • (αυτ. Aρ. III 12
    • (ως σύστ. αντικ.) φρ. ανοίγω άνοιγμα το χέρι μου, βλ. ανοίγω Α´4δ.

[μτγν. ουσ. άνοιγμα. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άνοιγμα [ániγma] το,
  • ① (the action of) opening (ant κλείσιμο):
    • το ~ της πόρτας, του παραθυριού, της καταπακτής, του μπαούλου, του βαρελιού, του κουτιού, της μποτίλιας |
    • ~ της σκηνής, της αυλαίας |
    • το ~ του βιβλίου |
    • το ~ της επιστολής, του φακέλου unsealing of a letter, of an envelope |
    • ~ της ομπρέλας
  • ⓐ opening (for transaction of business etc):
    • πότε είναι το ~ των καταστημάτων; when do the stores open? |
    • το ~ του Mουσείου είναι στις 9 π.μ.
  • ② mouthlike aperture, opening, hole (syn στόμιο):
    • ~ στο πανί |
    • το ~ της τρύπας, της σπηλιάς, της πόρτας, του υπόγειου, του αντίσκηνου, του πηγαδιού, του φούρνου κλ |
    • ~ του παντελονιού fly |
    • ~ αερισμού airhole |
    • μικρά ανοίγματα για ν' αερίζεται η στέρνα (Saratsis)
  • ⓑ esp pl ανοίγματα τα, openings i.e. doors and windows (syn κουφώματα, πορτοπαράθυρα):
    • ένας τοίχος με πέντε ανοίγματα |
    • το σπίτι έχει ανοίγματα στην κάθε πλευρά του |
    • ανοίγματα στους ναούς για να μπει το φως (Papatsonis) |
    • για να μη δραπετεύσει ο Παυσανίας, οι Σπαρτιάτες έκτισαν όλα τα ανοίγματα του ναού (Varelas)
  • ⓒ openness, spread:
    • ~ χώρου |
    • ~ γωνίας |
    • τεράστια σε πλάτος, βάθος κι ~ σκηνή (Thrylos)
  • ③ the width of a door, passage way, hole or the distance between two large objects (rocks, pillars, pilasters etc), span:
    • το ~ του στόματος, της σπιθαμής |
    • ~ των χεριών full arm span |
    • ~ αγκαλιάς |
    • ~ εξήντα μέτρων 60 m. span |
    • το ~ της πόρτας είναι μικρό, έχει ~ ενενήντα πόντους |
    • το ~ του γεφυριού δεν είναι μεγάλο |
    • το συνολικό ~ της νέας γέφυρας είναι 208 μ. (PIVasileiou) |
    • το λιμάνι έχει ~ περίπου 850 μέτρων |
    • ~ των φτερών, ~ των πτερύγων stretch or span of the wings, wing span |
    • ~ των δακτύλων stretch of the fingers (on the piano) |
    • τόξο με ~ 8 μέτρα arch wing w. a span of 8 m. |
    • η γραμμή αμύνης σχηματίζει ημικύκλιο με ~ προς τα δυτικά, κάπου 25 χιλιόμετρα (Terzakis) |
    • το ~ των στενών (στα Tέμπη)
  • ⓓ saddle (syn λαιμός, σέλλωμα):
    • το ~ των δύο βουνών
  • ⓔ the width (of a garment):
    • το ~ της φουστανέλας |
    • το ~ γυναικείου φορέματος στο στήθος (syn καρέ)
  • ⓕ anthrop το ~ της σχισμής του ματιού (Poulianos) eye opening
  • ⓖ spreading, stretching, span:
    • ~ των ποδιών straddling (out)
  • ④ med breaking, rupture, or incision of skin (syn L διάρρηξη):
    • ~ του αποστήματος, του σπυριού |
    • ~ της μύτης nose bleeding
  • ⑤ fissure, crack, split, cleft (syn ρωγμή, σχισμή, χαραμάδα):
    • πίσω της είναι βράχοι και στα μικρά φωτεινά ανοίγματα του βάθους το φως είναι θολό (Kanellop)
  • ⑥ open place such as a clearing of a forest (syn ξαίθρα, ξανοιγμένο μέρος, ξέφωτο):
    • ~ δένδρων |
    • σχηματίζεται κάποιο ~ μέσα στον καλαμώνα (KPolitis)
  • ⓗ clear section, rift (in cloudy sky, fog or mist, smoke etc):
    • ~ σε σύννεφο ή ομίχλη |
    • ~ μέσ' απ' τα σύννεφα, μέσ' απ' την καταχνιά ένας ψεύτικος ήλιος πολεμούσε να τρυπήσει με τις αχτίδες του ένα ~ και να φανεί (Petsalis) |
    • έβλεπα ανοίγματα γαλάζια στον ουρανό (Dragoumis)
  • ⓘ change made fr cloudy to cloudless sky, weather etc, clearing (syn αιθρίασμα):
    • ήταν στο άνοιγμά του ο καιρός και γυάλιζαν ο ουρανός και η γη και η θάλασσα (Petsalis) |
    • ένοιωσε την καλημέρα της σαν ~ των ουρανών (Bastias)
  • ⑦ field cleared for cultivation
  • ⑧ beginning, inception, opening of work, functions etc (syn αρχή, L έναρξη, ant τέλος, τερματισμός):
    • ~ παιγνιδιού |
    • ~ του τριωδίου |
    • το ~ της εκθέσεως |
    • ~ της θερινής περιόδου, της Bουλής, των σχολείων |
    • ~ πυρός |
    • ~ δευτέρου μετώπου
  • ⓙ opening (through excavations, cutting of earth etc) (syn διάνοιξη):
    • ~ δρόμου, καναλιού |
    • με την επέμβαση του ανθρώπου αλλάζουν γεωγραφικοί όροι, όπως έγινε με το ~ των διωρύγων του Σουέζ και του Παναμά (Evelpidis)
  • ⓚ fig method, procedure etc:
    • ~ του δρόμου προς την αλήθεια |
    • τόλμη στο ~ καινούργιων δρόμων (Karouzos) |
    • η θεατρική περίοδος σημείωσε ένα σταθμό που είναι μαζί αφετηρία, ένα ~ προοπτικών (Thrylos)
  • ⓛ effort to improve one's relations or increase one's openness or receptiveness of betterment in closer cooperation w. others, rapprochement:
    • έγινε φιλικό ~ προς τις δύο γειτονικές χώρες |
    • η κυβέρνηση καλλιεργεί το ~ προς τα Bαλκάνια |
    • το ~ της ψυχής και του μυαλού με περιέργεια μπροστά στο θαύμα του κόσμου (Mangakis) |
    • το ~ της ψυχής προς την απόλυτη αλήθεια (VPapoulia) |
    • η παιδική τέχνη εκφράζει το αυθόρμητο ~ του παιδιού σ' έναν παρθενικό κόσμο (Mourelos, adapted)
  • ⑨ widening, broadening, enlargement (syn διεύρυνση, διαπλάτυνση, ant στένεμα, λαιμός):
    • το ρούχο θέλει ~ |
    • κάμε ~ στους ώμους του σακκακιού
  • ⓜ fig openness:
    • ~ της ψυχής μου στο είναι της (Pasagiannis) |
    • ο κόσμος των ιδεών είναι το ~ του πνεύματος, είναι η διάσταση εκείνη, όπου το πνεύμα ευρίσκει το είναι του (Theodorakop) |
    • το αυθόρμητο ~ της φαντασίας στην ποίηση (Despotop)
  • ⑩ difference, spread, gap (syn διαφορά):
    • το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε κατά 22%, δηλαδή πρόκειται για πρωτοφανές ~ |
    • μίκραινα το ~ ανάμεσα στο τι ζητούσαμε και τι μπορούσαν να μας δώσουν εκείνοι (Tsirkas)
  • ⓝ gap, deficit (syn έλλειμμα):
    • συνεχώς αυξάνεται το ~ του εμπορικού ισοζυγίου πληρωμών |
    • υπάρχει ~ έως επτά εκατομμύρια δολλάρια |
    • το χρέος 330 εκατομμύρια δραχμές, τεράστιο ~ |
    • το εισόδημα του αγρότη είναι πολύ μικρότερο από εκείνο του αστού, αλλά και το ~ όλο και διευρύνεται (Angelop, adapted)
  • ⑪ uncovering fr the ground, removal of remains, exhumation, disinterment w. pertinent rites (syn ξέχωμα, L εκταφή; w. rites ανακομιδή):
    • το ~ του τάφου |
    • αύριο έχουμε τ' ανοίγματα του πατέρα μας

[fr MG (3rd-4th c.) & PatrG (6th c.) ἄνοιγμα ← K, (OT, inscr), der of ἀνοίγω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες