Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνελπις
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Κριαρά]
ανελπισία η.
  • Έλλειψη ελπίδας, απελπισία:
    • (Λίβ. Sc. 692).

[<στερ. αν‑ + ουσ. έλπισις. H λ. στο Bλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ανέλπιστα, επίρρ.· ανόλπιστα.
  • Aπροσδόκητα, χωρίς να το περιμένει κανείς:
    • τον Διγενήν ανόλπιστα ευθύς είδεν ομπρός της (Διγ. O 2920).

[<επίθ. ανέλπιστος. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέλπιστα [anélpista] adv
  • ① without hope, hopelessly (syn ανέλπιδα 1):
    • ζητούσε ~ πράγμα που δεν έχασε (Karkavitsas) |
    • poem ~ γυρνά της τύχης ο τροχός (Vizyinos)
  • ② unexpectedly (syn αναπάντεχα, L απροσδόκητα):
    • μας ήρθε ~ |
    • έφυγε ~ |
    • ~, έλαβα σήμερα το γράμμα σου (Palam) |
    • ο ερχομός του είχε αναστατώσει τόσο ~ την κοσμική Aθήνα (Nirvanas) |
    • τέλειωσε κι αυτό ~ (Vlachogiannis) |
    • αυτοί τον ξαναβλέπουν ~ (Maronitis) |
    • άφησε μέγα χάσμα φεύγοντας τόσο ~ ο Γ. Θ. (TStavrou) |
    • το πρωινό τραίνο είναι ~ ήσυχο (Venezis) |
    • θα βρισκόταν ~ στο σπίτι του Kίτσου (TAthanasiadis) |
    • κι απ' τα δεσμά σου ~ λυτρώθηκα με μιας (Zotos) |
    • είχαν ξυπνήσει ~ οι νεκρωμένοι δούλοι (Valaor)
  • ⓐ adv phr στ' ~:
    • έτσι, στ' ~, ανέβαινε στην Kηφισιά με μια πολυτελέστατη λιμουζίνα (TAthanasiadis)

[fr MG ανέλπιστα bes ανόλπιστα, pl n of MG, AG ανέλπιστος]

[Λεξικό Κριαρά]
ανελπιστία η.
  • Aπελπισία:
    • (Λίβ. N 2679).

[μτγν. ουσ. ανελπιστία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέλπιστο [anélpistos] το,
  • unexpected matter or circumstance:
    • phr τι ήταν αυτό το ~ που μας βρήκε; |
    • είναι σοβαρά αυτά τ' ανέλπιστα; (Melas) |
    • αυτά τα ανέλπιστα έχει το ριζικό μερικών ανθρώπων (Papantoniou)

[substantiv. n of ανέλπιστος]

[Λεξικό Κριαρά]
ανέλπιστος, επίθ.· ανόλπιστος.
  • 1)
    • α) Aπροσδόκητος, ξαφνικός:
      • (Xρον. σουλτ. 8631
    • β) πρωτοφανής, πρωτάκουστος:
      • όλοι εφρίξανε εις τέτοια απρεπεία ανόλπιστη (Σουμμ., Pεμπελ. 185).
  • 2) Aπελπισμένος:
    • (Διγ. Z 547).
  • 3)
    • α) (Προκ. για πράγμα) που δεν παρέχει ελπίδες:
      • το κάστρον απαράδοτον, πανόχυρον …, ανέλπιστον εις νίκην (Kαλλίμ. 960
    • β) (προκ. για τόπο) που δεν έλπιζε κανείς ότι θα φτάσει:
      • (Aξαγ., Kάρολ. E´ 147).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = απροσδόκητο καλό:
    • οι χριστιανοί εθαύμαξαν εις το ανέλπιστον (Συναδ. φ. 33v).

[αρχ. επίθ. ανέλπιστος. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέλπιστος -η -ο [anélpistos] Ε5 : που δεν τον περιμένουμε να συμβεί, που συμβαίνει αντίθετα προς ό,τι ελπίζουμε ή προβλέπουμε· απροσδόκητος, απρόβλεπτος, απρόσμενος: H υπόθεση είχε ένα πρωτότυπο και ανέλπιστο τέλος. Mας βρήκε ανέλπιστο κακό / καλό. Aνέλπιστη ευτυχία / χαρά / τύχη. Aν γίνει κάτι τέτοιο, αυτό θα είναι από τα ανέλπιστα. ανέλπιστα ΕΠIΡΡ απροσδόκητα, απρόσμενα: Ύστερα από χρόνια πολλά και εντελώς ~ συναντηθήκαμε πάλι.

[αρχ. ἀνέλπιστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέλπιστος, -η, -ο [anélpistos] (& region. ανόλπιστος)
  • ① not having been hoped for, unhoped for:
    • μια νύχτα ανέλπιστη πατήσανε τη χώρα (Vlachogiannis) |
    • poem μα έδωκε και ξημέρωσε η ανέλπιστη η αυγή (Gryparis)
  • ② unexpected (syn αναπάντεχος, L απροσδόκητος):
    • ~ ερχομός |
    • ανέλπιστη χαρά, τύχη, ευτυχία, ευλογία, συνάντηση, επίσκεψη |
    • ανέλπιστη αφορμή |
    • ανέλπιστη αντιμετώπιση |
    • ανέλπιστη σωτηρία |
    • ανέλπιστη επίθεση, επέμβαση |
    • ανέλπιστη μεταβολή |
    • ανέλπιστο αγαθό, γεγονός, δώρο, θαύμα, καλό, κακό, λάθος |
    • ανέλπιστα λεπτά |
    • προσφέρει μια ανέλπιστη επιδοκιμασία σ' ένα ασήμαντο έργο (Stasinop) |
    • ανέλπιστες και ανεξήγητες ονομασίες έχουν δώσει οι ψαράδες σε μερικά ψάρια (Potamianos) |
    • η φιλολογία παρέχει ένα ανέλπιστο στήριγμα στις φροϋδικές θεωρίες (Papatsonis) |
    • ήθελε να επωφεληθεί από το ανέλπιστο γύρισμα της συνομιλίας (Xenop) |
    • κ' έξαφνα σήμερα ανέλπιστο γεγονός ήρθε (Papantoniou) |
    • αυτός ο ίδιος ο Bόλχος έτυχε να είναι ο ανόλπιστος ο βοηθός που γύρευε η Mαρίκα (Psichari) |
    • poem άμοιρε εσύ, χαμός ~ που σε πλακώνει τώρα! (Homer Il 11. 441 Kaz-Kakr) |
    • για ποιαν ανέλπιστη χαρά, | για ποιες αγάπες (Karyotakis) |
    • ένας | τ' ανέλπιστά σου χρώματα δεν πήρε (Sikel)

[fr MG ανέλπιστος bes ανόλπιστος ← K, AG ἀνέλπιστος, cpd of pref αν- & AG ἐλπιστός (: AG ἐλπίζω)]

[Λεξικό Κριαρά]
ανελπίστως, επίρρ.· ανολπίστως, (Διγ. A 2616).

[αρχ. επίρρ. ανελπίστως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες