Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκρο
262 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκρο το [ákro] Ο39 : 1.το ακραίο, το τελευταίο σημείο ή τμήμα οποιουδήποτε πράγματος· άκρη: Δεξιό / αριστερό / άνω / κάτω ~. Ενώνω τα δύο άκρα ενός σκοινιού. Kατοικεί στο ανατολικό ~ της πόλης. Στο ~ του ορίζοντα. ΦΡ απ΄ άκρου εις άκρον, από το ένα ως το άλλο άκρο, σε όλο το μήκος ή σε όλη την έκταση. 2. τα ακραία μέλη του σώματος, τα χέρια και τα πόδια: Tα άνω άκρα, τα χέρια. Tα κάτω άκρα, τα πόδια. 3. (συνήθ. πληθ.) υπερβολή, ακρότητες: Mη φτάνεις στα άκρα, στην υπερβολή. Άνθρωπος των άκρων, που ενεργεί, σκέπτεται, εκδηλώνεται χωρίς μέτρο, άνθρωπος της υπερβολής.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἄκρον· 3: σημδ. γαλλ. extrémités (πληθ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρο- [akro]
  • 1st me of cpds, verbs, nouns & adjs, meaning 'a little, somewhat':
    • ακρανοίγω, ακρογελώ, ακροκοιμάμαι etc

[the form fr AG & MG cpds, in which underlies the stem ακρο- of noun and adj]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρο- 1 [akro] & ακρό- [akró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (συνήθ. λογοτ., λαϊκότρ.) δηλώνει την άκρη, το τέρμα αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~θαλασσιά, ~λιμνιά, ~δάχτυλο, ακρόνυχο, ~ούρανο. || την άκρη, την κορυφή αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~βούνι, ~κόρυφο. || ~βλάσταρο, ακρόκλαδο.

[μσν. ακρο- (στη σημερ. σημ.): μσν. ακρο-δάκτυλον < αρχ. ἀκρο- θ. του επιθ. ἄκρο(ς) `που βρίσκεται στην άκρη (ψηλά ή στην περιφέρεια)΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἀκρό-πολις `πάνω πόλη, κάστρο΄, ἀκρο-τομῶ `κόβω την άκρη (του σταχυού)΄, ελνστ. ἀκρο-θιγής `που αγγίζει την επιφάνεια΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρο- 2 & ακρ- [akr], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : (συνήθ. λαϊκότρ.) κυρίως σε σύνθετα ρήματα: 1. υποκοριστικά, με την έννοια λίγο, κάπως: ακραγαπώ, ακρακούω, ~γελώ, ~καρτερώ. || άσκημα, δύσκολα: ~ζώ. || σε χαλαρή σύνθεση: ~θολός. 2. επιτατικά με τη σημασία (υπερβολικά) πολύ: ~λυπούμαι.

[ελνστ. ἀκρο- (δες ακρο- 1): ελνστ. ἀκρό-ζυμος `μόλις ανεβασμένο προζύμι΄, μσν. ακρο-γελώ, ακρο-φοβούμαι `φοβάμαι λίγο΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρο- 3 : (ιατρ.) α' συνθετικό που αναφέρεται στα άκρα του σώματος, στα χέρια και στα πόδια: ~μεγαλία, ~παραισθησία.

[λόγ. < διεθ. acro- < αρχ. ἄκρο(ν) (δες άκρο2): ακρο-μεγαλία < γαλλ. acromégalie]

[Λεξικό Κριαρά]
ακρο‑,
βλ. ακρα‑.
[Λεξικό Γεωργακά]
άκρο1 [ákro] το, (& rarely L άκρον)
  • ① end point, end (syn in άκρη):
    • τα άκρα του σχοινιού |
    • το ~ του μπαστουνιού the end or tip of the cane |
    • ταξιδεύουν στα τέσσερα άκρα του ορίζοντα |
    • το 1860 τα μισά παιδιά ... έπαιρναν βασική εκπαίδευση από το ένα ~ της Aμερικής στο άλλο (Papanoutsos) |
    • (το ένα άπειρο) είναι εκείνο που δεν έχει άκρα, αρχή ή τέλος (Lambridi) |
    • | phr απ' άκρου εις άκρον (L) from one end to another (s. απ' άκρου)
  • ⓐ tip (syn άκρη 3, άκρια 3):
    • ~ του ποδιού, τα άκρα των ποδιών |
    • ~ πτέρυγας or πτερυγίου blade tip |
    • το ~ του μεγάλου δακτύλου του αριστερού ποδιού (Despinis) |
    • περπατεί στα άκρα των δαχτυλιών του walks on the tips of his toes
  • ⓑ pl άκρα, limbs, extremities (syn ποδόχερα, χέρια και πόδια; cf ακρότητα):
    • τα άνω άκρα upper extremities, hands |
    • τα κάτω άκρα the lower extremities, feet |
    • ένας κορμός γλυπτού χωρίς άκρα, ένα torso (Michelis) |
    • τα άκρα του κρεμούντανε σα να 'ταν ξένα, δε μπόραγε να τα τιμονεύη (Foteinos)
  • ② edge, end part, border (syn L παρυφή):
    • το ~ της σανίδας buttend |
    • κατοικεί στο νότιο (δυτικό) ~ της πόλης |
    • πρωτότυπη και μεγαλόπνοη είναι η σύνθεση του άκρου του ιματίου (Despinis) |
    • στο ~ της (sc της εικόνας) αναγράφονταν ... ο αριθμός των αιχμαλώτων (Ouranis)
  • ⓒ ~ τομής cutting edge
  • ③ τα άκρα borders, frontier (syn άκρη 2c, σύνορα):
    • πόλεμοι των ακριτών, στρατιωτών που φύλαγαν τα άκρα της βυζαντινής αυτοκρατορίας (LPolitis) |
    • poem ελαφιάσθη της Aγγλίας | το θηρίο και σέρνει ευθύς | κατά τ' άκρα της Pουσίας | τα μουγκρίσματα της οργής (Solom)
  • ④ far away part, outermost place, extremity (syn in άκρη 4):
    • τα άκρα της γης (syn εσχατιές της γης) |
    • τα άκρα του κόσμου
  • ⑤ fig extreme (syn ακρότητα, υπέρτατος βαθμός) usu in pl:
    • το άλλο ~ the other extreme |
    • από το ένα ~ στο άλλο from one extreme to the other |
    • το αντίθετο ~ the opposite extreme |
    • οι δυο φίλοι ήσαν τ' αντίθετα άκρα (Karagatsis) |
    • έφτασε στα άκρα he reached the extremes, exaggerated, went too far, e.g. οι εικονοκλάστες έφθαναν στα άκρα (Kanellop) |
    • αποφεύγω τα άκρα |
    • τον εξωθεί στα άκρα drives him to extremes (extreme measures etc) or too far, aggravates him beyond endurance |
    • τα άκρα συναντώνται extremes meet |
    • κριτικός ο Aνατόλ Φρανς την έφερε στα άκρα την αρχή που έβαλε στο λυρισμό, στο κοίταγμα της ιστορίας κλ (Palam)
  • ⓓ phr των άκρων extreme, far out, frenzied (syn έξαλλος, ant μετρημένος, μετριοπαθής):
    • άνθρωπος των άκρων extremist |
    • οπαδός των άκρων (syn αδιάλλακτος) |
    • πολιτική των άκρων ultraism (syn αδιάλλακτη πολιτική, αδιαλλαξία) |
    • οι ιδέες του είναι των άκρων his views are extremist |
    • ιμπεριαλισμός των άκρων frenzied imperialism (syn έξαλλος ιμπεριαλισμός) |
    • συντηρητικός των άκρων extreme conservative |
    • δεξιός των άκρων right-wing extremist (syn άκρος δεξιός) |
    • αριστερός των άκρων left-wing extremist (syn άκρος αριστερός)
  • ⑥ highest point, highwater mark, height, peak, utmost, zenith (fig.), ne plus ultra (syn in άκρον άωτο):
    • έπεσε τη στιγμή ακριβώς που ήτανε στο άκρον της επιτυχίας του απέναντι των εχθρών του (Theodorakop)

[fr MG άκρον ← K, PatrG ἄκρον ← AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
άκρο2 [ákro] το, neol rare (US)
  • acre (0.4 hectare):
    • εκατό άκρα one hundred acres

[fr Eng acre or Fr acre]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροάζομαι [akroázome] Ρ2.1β : α.ακούω κτ. με προσοχή: Aκροάζονταν με κατάνυξη τους μακρινούς ήχους της καμπάνας. β. ειδικότερα για γιατρό που εξετάζει ασθενή με ακρόαση: Πήγαινε σ΄ ένα γιατρό να σε ακροαστεί / να ακροαστεί τους πνεύμονες / την καρδιά σου.

[λόγ.: α: αρχ. ἀκροάζομαι· β: σημδ. γαλλ. ausculter]

[Λεξικό Κριαρά]
ακροάζομαι· ακρουάζομαι, (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 28).

[αρχ. ακροάζομαι. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.). H λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...27   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες