Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγκυρα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άγκυρα η [ángira] Ο27 : μεταλλικό εξάρτημα πλοίου που μοιάζει με μεγάλο διπλό ή τετραπλό αγκίστρι και που χρησιμοποιείται για να κρατά το πλοίο σταθερό και ακίνητο σε μια θέση: Ρίχνω / φουντάρω ~, αγκυροβολώ. Bίρα την ~ / σηκώνω ~, για να αποπλεύσω. ΦΡ σηκώνω την ~, φεύγω, απομακρύνομαι από κάπου. || (μτφ.): Έριξε ~ στο καφενείο, έμεινε μεγάλο διάστημα. ~ της σωτηρίας / της ελπίδας, στήριγμα, καταφύγιο.

[λόγ. < αρχ. ἄγκυρα (λαϊκό άγκουρα με τροπή [i > u] από επίδρ. του υπερ. [g] και του [r] )]

[Λεξικό Κριαρά]
άγκυρα η· άγκορα· άγκουρα.
  • 1) Άγκυρα:
    • ’ράσσεις την άγκουραν εις την τρεμουντάνα εις οργίες 5 (Πορτολ. Α 2917).
  • 2) Μικρή άγκυρα (ή γάντζος) για αναρρίχηση:
    • ανέβαινον εις το κάστρον … με τας αγκύρας (Kαναν. 405).

[αρχ. ουσ. άγκυρα. O τ. <ιταλ. ancora. Ο τ. ουρα στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άγκυρα [áŋɟira] η,
  • ① naut anchor:
    • εφεδρική ~ sheet-anchor |
    • ρίχνω ~ drop anchor, come to anchor, to anchor (syn φουντάρω ~, αγκυροβολώ) |
    • fig find a haven, install o.s., stay for a protracted period |
    • η ~ πιάνει the anchor bites |
    • σηκώνω ~ weigh anchor |
    • ~ του καπονιού bower-anchor |
    • folkt σήκωσαν την ~ και πήραν δρόμο (Megas) |
    • έλυσε τα παλαμάρια και σήκωσε την ~ το ατμόπλοιο the steamship slipped its hawsers and weighed anchor (IDragoumis) |
    • θα κατηφόριζε... στον καφενέ να ρίξη ~ (Terzakis) |
    • poem ή ένα πλοίο, που την ~ λύνει, | χωρισμών πόσα δράματα σήμερα | δεν ξυπνά στη θλιμμένη ψυχή μου (Skipis)
  • ② fig support, stay, refuge, hope (syn στήριγμα, καταφύγιο, ελπίδα):
    • είσαι η ~ της σωτηρίας μας you are our sheet-anchor |
    • poem κι άλλη δεν έχω ~ πλην την ευχή σου μόνη (Papadiam) |
    • τάχα ποιος ξέρει | αν ο ίδιος θαλάσσιος θεός δε σας κράτησε ρίζα, | ρίζα κι ~ αιώνια του μύθου του (Sikel)

[fr MG ← K, AG ἄγκυρα; cf ἄγκουρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
Άγκυρα [áŋɟira] η,
  • Ankara, capital of Turkey:
    • γίδα Aγκύρας angora goat |
    • μαλλί Aγκύρας angora wool |
    • γάτα Aγκύρας (cf αγκορά).
[Λεξικό Γεωργακά]
αγκυρανός, -ή, -ό [aŋɟiranós]
  • of Ankara, angora:
    • αγκυρανή αίγα |
    • αγκυρανά πρόβατα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες