Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριτώνω [tritóno] Ρ1α : συνήθ. στην έκφραση τρίτωσε το κακό, όταν συμβαίνει για τρίτη συνεχή φορά κτ. δυσάρεστο, π.χ. μια ζημιά. || κάνω ή μου συμβαίνει κτ. δυσάρεστο για τρίτη φορά: Tο τρίτωσες το κακό.
[τρίτ(ος) -ώνω (διαφ. το σπάν. ελνστ. τριτόωσα σελήνη `φεγγάρι τριών ημερών΄)]