Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Γραικός ο [γrekós] Ο17 : παλαιότερη ονομασία των Ελλήνων, που είχε επικρατήσει κυρίως στα χρόνια της Tουρκοκρατίας· (πρβ. Ρωμιός).
[αρχ. (διαλεκτ.) εθν. Γραικός (όν. των Ηπειρωτών Δωριέων) & ελνστ. αντδ. Γραικός < λατ. Graecus < αρχ. Γραικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- Γραικός ο· Γραίκος.
-
- Έλληνας, Ρωμιός:
- (Δούκ. 2677), (Διήγ. Βελ. N2 3)·
- (προκ. για κάπ. που ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία):
- οι Γραίκοι επίσκοποι (Διάτ. Κυπρ. 50415· 50511).
[αρχ. εθν. Γραικός. Ο τ. με επίδρ. του ιταλ. Greco. Πβ. και Γρέγος (I). Η λ. και σήμ.]
- Έλληνας, Ρωμιός: