Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρνικέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρνικέ το [turniké] Ο (άκλ.) : περιστρεφόμενος μηχανισμός που φράζει την είσοδο ή την έξοδο σε δημόσιες αίθουσες.

[λόγ. < γαλλ. tourniquet]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες