Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο6 (τσέλιγκας, τσέλιγκα, τσελιγκάδες)
8 εγγραφές [1 - 8]
δερβέναγας ο [δervénaγas] & ντερβέναγας ο [dervénaγas] Ο6 : 1. επί Tουρκοκρατίας ο επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος, ο οποίος φρουρούσε τα στενά περάσματα, τα δερβένια. 2. άνθρωπος που συμπεριφέρεται με τρόπο αυταρχικό.

[ντερ-: ντερβέν(ι) (δες δερβένι) + αγάς· δερβ-: λόγ. επίδρ.]

δέσποτας ο [δéspotas] Ο6 : (λαϊκότρ.) συνήθ. ως προσφώνηση κληρικού (οποιουδήποτε βαθμού): Tην ευχή σου, δέσποτα.

[μσν. κλητ. δέσποτα της λ. δεσπότης 2 με προσθήκη της κατάλ. του αρσ.]

καλογερόπαπας ο [kalojerópapas] Ο6 : (λαϊκότρ.) ιερομόναχος.

[μσν. καλογερόπαπας < καλόγερ(ος) -ο- + παπ(άς) -ας]

πρωτόπαπας ο [protópapas] Ο6 & πρωτοπαπάς ο [protopapás] Ο1 : (παρωχ.) ο πρωτοπρεσβύτερος.

[μσν. πρωτοπαπάς < πρωτο- + παπάς και μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.]

πρωτοτσέλιγκας ο [prototséliŋgas] Ο6 : (λαϊκότρ.) ο μεγαλύτερος τσέλιγκας, αυτός που είναι ιδιοκτήτης των περισσότερων κοπαδιών: Ο ~ του χωριού.

[πρωτο- + τσέλιγκας]

τραγόπαπας ο [traγópapas] Ο6 : (υβρ.) παπάς· τράγος.

[τράγ(ος) -ο- + παπ(άς) -ας]

τσέλιγκας ο [tséliŋgas] Ο6 : ιδιοκτήτης μεγάλων κοπαδιών. || αρχηγός τσελιγκάτου.

[σλαβ. çelnik `αρχηγός (γενιάς)΄ -ας με μετάθ. του [n] ]

φραγκόπαπας ο [fraŋgópapas] Ο6 : (παρωχ., μειωτ.) καθολικός ιερέας.

[φραγκο- + παπ(άς) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες