ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΛΛΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ιστορίες της Ελληνικής γλώσσας 

Χριστίδης, Α.-Φ. 2001. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. 

Ρέα Δελβερούδη 

Μάρω Κακριδή - Φερράρι: ΤΑ ΝΕΑ , 08/12/2001

Η απελευθέρωση της ελληνικής γλώσσας: Η ελληνική κοινωνία είναι ώριμη να αποδεσμευθεί από τη συμπλεγματική μυθοποίηση του αρχαίου κόσμου

Στον πλούσιο βιβλιογραφικό κατάλογο σχετικά με την ιστορία της ελληνικής γλώσσας προστέθηκε πρόσφατα μια εντυπωσιακή έκδοση του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας υπό την επιστημονική επιμέλεια του Α.-Φ. Χριστίδη. Πρόκειται για ένα έργο-σταθμό, που αποτελεί το επιστέγασμα της ήδη σημαντικής εκδοτικής δραστηριότητας του Κέντρου τόσο ποσοτικά όσο, κυρίως, ποιοτικά.

«Η ιστοριογραφία είναι πάντα μείγμα σύνθεσης και διαχείρισης δεδομένων», γράφει ο Χριστίδης, στο ξεκίνημα της εισαγωγής του, προλογίζοντας έτσι μια διεισδυτικότατη ανάλυση της διαπλοκής προηγούμενων ιστοριών της ελληνικής γλώσσας με τα ιστορικά δεδομένα που τις παρήγαγαν. Ωστόσο, η εναρκτήρια αυτή πρόταση μπορεί (και πρέπει) να διαβαστεί σε συνάρτηση και με τον παρόντα τόμο, οπότε αφενός αποκαλύπτει, ως παραδεδεγμένη επίγνωση, την επιστημονική εντιμότητα που χαρακτηρίζει τη σύλληψή του, αφετέρου προϊδεάζει σχετικά με τη σημασία του για τη σημερινή συγκυρία.

Είναι γνωστό ότι διαλεγόμαστε με το παρελθόν για να απαντήσουμε σε ερωτήματα του παρόντος. Αν ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο το κάνουμε δίνει ή θα δώσει στους μεταγενέστερους το στίγμα για την εποχή μας, τότε αναμφισβήτητα το στίγμα της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας αποτυπώνει ένα σημαντικό γεγονός: το ότι η ελληνική κοινωνία, όπως φαίνεται τουλάχιστον από μια μικρή ίσως αλλά οπωσδήποτε δραστήρια μερίδα της, είναι πια ώριμη να αποδεσμευθεί από τη συμπλεγματική μυθοποίηση του αρχαίου κόσμου· από το συνθλιπτικό βάρος μιας κληρονομιάς που χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ακόμη σε ό,τι της είναι πιο ξένο ως φιλοσοφία, την εθνοκεντρική εσωστρέφεια. Οι έντονες πιέσεις προς μια εθνικιστική αναδίπλωση, πιέσεις που προέρχονται από τις ραγδαίες ανακατατάξεις στον παγκόσμιο πολιτικό χάρτη της τελευταίας εικοσαετίας και την απόλυτη επικράτηση του μοντέλου της ελεύθερης αγοράς είναι ορατές και στο γλωσσικό πεδίο. Ο αντίλογος όμως είναι αυτή τη φορά δυναμικά παρών: το μαρτυρούν προηγούμενες, μικρότερης εμβέλειας εκδόσεις και δημόσιες συζητήσεις, κατεξοχήν όμως η προετοιμασία, η συγγραφή και η ευρύτερη αποδοχή μέχρι στιγμής τουλάχιστον αυτού του κατά κοινή ομολογία μοναδικού έργου.

Στην Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, ο διάλογος με την αρχαία και τα συνολικά σχεδόν συμφραζόμενά της τοποθετείται μέσα σ' ένα θεωρητικό πλαίσιο με δύο βασικές συνιστώσες: το αξίωμα για τη βαθύτερη ενότητα του γλωσσικού φαινομένου, ως απόρροια της ενότητας της ανθρώπινης νόησης, και το αξίωμα για την ιστορικότητα των γλωσσών, την υποχρεωτική δηλαδή ένταξή τους στις ιστορικές συγκυρίες που διαμορφώνουν την ποικιλία τους. Και οι δύο αυτές αρχές, από μόνες τους και σε συνδυασμό, υπονομεύουν καθοριστικά όποια μυθοποιητική και εξω-ιστορική προσέγγιση επιχειρείται, και για όποια γλώσσα. Με βάση τις συστατικές αυτές αρχές οργανώνεται ο σχεδιασμός των περιεχομένων του τόμου, τόσο ως προς το εύρος όσο και ως προς το βάθος του.

Η συζήτηση για τα βασικά χαρακτηριστικά του φαινομένου γλώσσα και της σχέσης του με τη νόηση προτάσσεται, όπως είναι εύλογο, των υπόλοιπων ενοτήτων. Εξετάζεται η βαθύτερη φύση της ανθρώπινης γλωσσικής δραστηριότητας στη διπλή της πορεία, φυλογενετική και οντογενετική. Ορισμένες διαστάσεις αυτής της πορείας είναι ελάχιστα γνωστές στο σύνολό τους ακόμα και στο γλωσσολογικό κοινό: η σημειολογική π.χ., το πέρασμα από την άμεση, βιωματική αίσθηση της εμπειρίας στη διαμεσολαβημένη σήμανσή της, μέσω της γενίκευσης και της αφαίρεσης που προϋποθέτει η θεμελίωση κάθε συμβόλου. Η ψυχαναλυτική κατόπιν: ο νόμος του συμβόλου, της προτασιακής γλώσσας, ως «πατρικός» νόμος, που διαχωρίζει από τη μητέρα-αντικείμενο της επιθυμίας. Η ανθρωπολογική, τέλος, όπως προκύπτει από την αρχαιολογική μαρτυρία, τα πρώιμα εργαλεία δηλαδή ως παράλληλα με τη γλώσσα επιτεύγματα νοητικής αφαίρεσης και κοινωνικής δικτύωσης. Η ελληνική βιβλιογραφία εμπλουτίζεται έτσι με οκτώ πραγματικά «γοητευτικά» κεφάλαια, ξεχωριστού θεωρητικού ενδιαφέροντος.

Οι επόμενες ενότητες, που είναι και το κύριο αντικείμενο του τόμου, περιλαμβάνουν την εξέταση των ποικιλιών και των επιπέδων της ελληνικής γλώσσας, πάντα ως ισότιμων εκφράσεων ενός ενιαίου φαινομένου γλώσσα, όπως εντάσσονται στα ιστορικά συμφραζόμενα τα οποία καθόρισαν τη γενικότερη και ειδικότερη πορεία τους μέχρι την ύστερη αρχαιότητα.

Πρώτα πρώτα συμπεριλαμβάνονται στη μελέτη όλες οι ποικιλίες (διάλεκτοι, κοινωνιόλεκτοι, επίπεδα ύφους) της αρχαίας ελληνικής γλώσσας: πρωιμότερες (π.χ. η μυκηναϊκή) και υστερότερες (π.χ. η κοινή), ισχυρές (π.χ. η ιωνική-αττική) και ασθενείς (π.χ. η παμφυλιακή), κεντρικές (π.χ. οι λογοτεχνικές διάλεκτοι) και περιφερειακές (π.χ. ο προφητικός λόγος), υψηλές (π.χ. τα λεξιλόγια του δικαίου ή της φιλοσοφίας) και χαμηλές (π.χ. η αισχρολογία). Αίρεται έτσι στην πράξη η γνωστή στάση της άνισης αποτίμησης των αρχαίων ποικιλιών, με μόνη προβεβλημένη αξία τη (λογοτεχνική) αττική, της κλασικής περιόδου. Αν σ' αυτήν αφιερώνεται και εδώ ιδιαίτερη ενότητα, αυτό γίνεται με παράλληλη αποσαφήνιση αφενός των ιστορικών συγκυριών που της προσέδωσαν τον ηγεμονικό της ρόλο, αφετέρου της σημασίας της στη διαμόρφωση πρώτα της ελληνικής κοινής και κατόπιν της νέας ελληνικής: το γλωσσικό όργανο της ισχυρότερης πόλης-κράτους, της Αθήνας, εξαπλώνεται μέσω των μακεδονικών κατακτήσεων σε όλη την τότε γνωστή οικουμένη και μετεξελίσσεται γλωσσικά, με δραστικές αλλαγές, σε ό,τι αργότερα θα αποτελέσει τη σημερινή νέα ελληνική. Έτσι, η ιστορική, πολιτισμική και καθαρά γλωσσολογική πλαισίωση της συγκεκριμένης ποικιλίας, της αττικής διαλέκτου, εμποδίζουν πιθανές μυθοποιητικές συνδηλώσεις, που κατά κανόνα την συνοδεύουν σε άλλες περιπτώσεις.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό, που πηγάζει και αυτό από τη σύλληψη αυτής της Ιστορίας με βάση τις θεωρητικές αρχές που συζητήσαμε παραπάνω, είναι η έμφαση στις εξωτερικές σχέσεις της ελληνικής σε όλα τα επίπεδα: όχι μόνο στην προέλευσή της από την ινδοευρωπαϊκή, αλλά και στις οφειλές της σε άλλες, προγενέστερες ή και συνυπάρχουσες με αυτήν γλώσσες, όπως η λατινική. Συγχρόνως βέβαια και στις οφειλές άλλων σ' αυτήν, όταν το κύρος της εξαπλώνεται σε αλλόγλωσσους πληθυσμούς, αποπνικτικά κιόλας ορισμένες φορές. Στη συνάντηση με το «ξένο» αφιερώνονται δύο ενότητες του τόμου: αυτή για τις Επαφές της ελληνικής με άλλες γλώσσες και οι Μεταφραστικές επαφές στην αρχαιότητα, και οι δύο με ένα εύρος εξέτασης επικοινωνιακών συνδυασμών ασυνήθιστο ακόμα και για τους λίγους γνώστες του θέματος: π.χ. ελληνική και φρυγική, καρική, ιρανική, ετρουσκική, αραβική ή μεταφράσεις από τη λυκική, στη συριακή κ.ά.

Άλλη σημαντικότατη πτυχή στην ιστορική πορεία μιας γλώσσας και τις πολιτισμικές της συναντήσεις είναι οι στάσεις της κοινωνίας απέναντί της, οι οποίες καθορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα τύχη της. Στην Ιστορία διερευνώνται εκδοχές αυτών των στάσεων στον ίδιο τον αρχαίο κόσμο αλλά και στον μεταγενέστερο: αρχαίοι γραμματικοί, βυζαντινοί λόγιοι, νεώτεροι περιηγητές, Έλληνες της διασποράς συνιστούν μερικούς από τους διαχειριστικούς μοχλούς στην αντιμετώπιση της ελληνικής γλώσσας, όπως εξετάζονται στις ενότητες Οι αρχαίοι και η γλώσσα και Οι τύχες της αρχαίας ελληνικής.

Τέλος, αλλά όχι λιγότερο αξιοσημείωτο από τα προηγούμενα, δύο αρνήσεις σηματοδοτούν τη συνολική προσέγγιση, αυτονόητες μεν για ένα τέτοιο έργο, όχι τόσο αυτονόητες όμως για το ευρύ κοινό. Η πρώτη είναι η άρνηση της εξίσωσης εξέλιξη=φθορά: δεν «φθείρονται», ούτε υποβαθμίζονται οι γλώσσες όταν αλλάζουν λόγω εξέλιξης, θέση που τεκμηριώνεται μεν στο οικείο κεφάλαιο της α' ενότητας, καταδεικνύεται όμως και έμπρακτα στη συζήτηση των επιμέρους περιπτώσεων. Η δεύτερη άρνηση αφορά την πολύ διαδεδομένη αλλά και εσφαλμένη συγχρόνως εξίσωση γλώσσα=γραπτός λόγος. Και όχι μόνο: για πρώτη φορά, νομίζω, σε έργο που πραγματεύεται «νεκρή», κατά μία έννοια, γλώσσα δίνεται τέτοια έμφαση σε προφορικές μορφές και είδη του λόγου.

Αν το πρώτο στάδιο στην παραγωγή ενός μεγαλόπνοου έργου είναι η σύλληψη και ο καθορισμός της «φιλοσοφίας» του, των θεωρητικών του αρχών, ένα δεύτερο σημαντικότατο είναι το να βρεθεί το πλαίσιο και τα πρόσωπα που θα το πραγματοποιήσουν. Στην Ιστορία το εγχείρημα έχει εξ αρχής την εγγύηση καταξιωμένου θεσμικού φορέα, του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, υπό την καθοδήγηση του μέχρι πρότινος Προέδρου του, του τολμηρού και χαρισματικού μελετητή του αρχαίου κόσμου, καθηγητή Δημήτρη Μαρωνίτη. Συντάσσεται από περίπου 70 ερευνητές, έλληνες και ξένους, με συντονιστή και επιστημονικό επιμελητή τον καθηγητή Α.-Φ. Χριστίδη, «ψυχή» του εκδοτικού αυτού άθλου. Η επιλογή των συνεργατών καθορίζεται με βάση την ειδικότητα και την ερευνητική τους επάρκεια και το αποτέλεσμα αναμφισβήτητα δικαιώνει τις προθέσεις. Το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνονται, εκτός από γλωσσολόγους και κλασικούς φιλολόγους, αρχαιολόγοι, ιστορικοί, θρησκειολόγοι, νομικοί, φυσιολόγοι, αιγυπτιολόγοι, νεοελληνιστές κ.ά. μαρτυρεί τον (αναγκαίο) διεπιστημονικό χαρακτήρα μιας τέτοιας συνολικής προσέγγισης της ελληνικής γλώσσας.

Κλείνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα για ένα έργο που θα χρειαζόταν πολύ περισσότερο χώρο ώστε να αναδειχτούν όλα του τα χαρακτηριστικά, θέλω να τονίσω το εξής: το πόσο πολύτιμη είναι η συγκεκριμένη Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας και για τη μεγάλη κατηγορία αναγνωστών που δεν ενδιαφέρονται (ή όχι αποκλειστικά) για την ιστορική γλωσσολογία ή τη μελέτη προηγούμενων φάσεων της ελληνικής, αλλά έλκονται κυρίως είτε από γενικότερα θεωρητικά γλωσσικά θέματα είτε από τη σημερινή νέα ελληνική. Σε μια σύλληψη τέτοιας πνοής, τα στεγανά μεταξύ των κλάδων αίρονται με πραγματικά εμπνευσμένο τρόπο.

Τελευταία Ενημέρωση: 09 Μάϊ 2008, 10:41