ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΛΛΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ιστορίες της Ελληνικής γλώσσας 

Χριστίδης, Α.-Φ. 2001. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. 

Ρέα Δελβερούδη 

I. Tsamadou-Jacoberger: Bulletin de la Société de Linguistique de Paris, XCVII, 2, 2002, 147-157

H Ιστορία της ελληνικής γλώσσας αποτελεί ένα φιλόδοξο εγχείρημα που πραγματοποιήθηκε υπό την καθοδήγηση του Α.-Φ. Χριστίδη, καθηγητή Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Το έργο αυτό εντάσσεται στην πλούσια σειρά εκδόσεων του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας[1].

Ο τόμος αυτός που χαιρετίστηκε ως εκδοτικό γεγονός της χρονιάς από τις ελληνικές κριτικές είναι ένα συλλογικό έργο στο οποίο ενώνονται οι συμβολές ενός μεγάλου αριθμού ερευνητών, ελλήνων και ξένων, ειδικών σε θέματα γλωσσολογίας, φιλολογίας, αρχαιολογίας, νέας ελληνικής γλώσσας, νομικής, ιστορίας, επιγραφικής, ιστορίας των θρησκειών, θεολογίας.

Η σύλληψη του τόμου, η θεματική του και η επιλεγμένη μεθοδολογία συμβάλλουν στον θεμελιακά ανανεωτικό του χαρακτήρα. Για ένα τόσο ευρύ και ερευνημένο θέμα, ο Α.-Φ. Χριστίδης ήταν αναγκαίο να απευθυνθεί σε ειδικούς οι οποίοι στις προσεγγίσεις τους λαμβάνουν υπόψη τις πρόσφατες έρευνες, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να επανεξετάζουν την ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και να συγγράφουν τις μελέτες τους στο πλαίσιο της σύγχρονης προβληματικής.

Η επιλογή και η ανάπτυξη των ζητημάτων που πραγματεύονται τα κείμενα διαφωτίζουν το αντικείμενο μελέτης του τόμου. Η αρχαία ελληνική γλώσσα δεν μελετάται καθαυτή και ως αυτοσκοπός, αλλά επανατοποθετείται σε σχέση με τη μεσαιωνική και σύγχρονη ελληνική, καθώς και τις γειτονικές της γλώσσες.

Όσον αφορά το μεθοδολογικό πλάνο, η πραγματοποίησή του είναι αρμονική, και η ενότητα του τόμου δεν διαταράσσεται από την ποικιλία των απόψεων. Χαιρετίζουμε την επιλογή του Α.-Φ. Χριστίδη να ενώσει στον τόμο αυτόν ειδικούς για όλα τα ζητήματα που εγείρονται αντιμετωπίζοντας έτσι μια σημαντική πρόκληση, αυτή του συντονισμού.

Αξιολογώντας το συγκεκριμένο έργο, πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία για την υψηλή ποιότητα σχεδιασμού του επιμελητή, αποτέλεσμα όχι μόνο της καθοδήγησής του, αλλά και της αξιοθαύμαστης δουλειάς του, που προϋποθέτει μεγάλη διορατικότητα και κατάρτιση, καθώς βέβαια και τη σφαιρική εποπτεία του εγχειρήματος. Η αξιοθαύμαστη ενότητα του τόμου αποκτήθηκε, από τη μια, μέσω της γενικής εισαγωγής στην οποία τίθεται το ζήτημα της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας έτσι όπως προσεγγίζεται στον τόμο, και, από την άλλη χάρη στις ακριβείς εισαγωγές και την πλούσια βιβλιογραφία κάθε ενότητας.

Αναμφισβήτητα τόμος αναφοράς, η Ιστορία της ελληνικής γλώσσας παρουσιάζει ένα νέο μοντέλο που πρέπει να μελετήσει κανείς με την ανανεωτική πνοή που εισάγει και το οποίο αφορά τη μελέτη της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας μέσα από μια νέα οπτική, που δεν εστιάζει τόσο στην κλασική ελληνική αλλά περισσότερο στην κοινή.

Ο τόμος αυτός περιλαμβάνει μια εισαγωγή του επιμελητή και εννέα κύριες ενότητες με τους τίτλους: i. Το γλωσσικό φαινόμενο· ii. η ελληνική γλώσσα: γλώσσα και ιστορία· iii. Οι αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι· iv. Η αρχαία ελληνική: δομή και αλλαγή· v. Οι επαφές της ελληνικής με άλλες γλώσσες· vi. Μεταφραστικές πρακτικές στην αρχαιότητα· vii. Γλώσσα και πολιτισμός· viii. Οι αρχαίοι και η γλώσσα· ix. Οι τύχες της αρχαίας ελληνικής.

Κάθε ενότητα ξεκινάει με μια εισαγωγική παρουσίαση του Α.-Φ. Χριστίδη και ακολουθούν συμβολές στις οποίες αναπτύσσονται ζητήματα σχετικά με το γενικό θέμα που αναγγέλεται στην εισαγωγή· τα κείμενα ενισχύονται από πλούσια βιβλιογραφία που κατατάσσεται ανά συμβολή στο τέλος κάθε ενότητας. Επιπλέον το κάθε κείμενο ακολουθείται από σώμα κειμένων που διαφωτίζουν τις προτεινόμενες αναλύσεις. Οι εννέα ενότητες συμπληρώνονται από τρία παραρτήματα που πραγματεύονται: i. τον τονισμό και τη στίξη ως αδιαμφισβήτητες όψεις της γραφής, ii. συγκεκριμένες, «περιορισμένες» ή περιθωριοποιημένες χρήσεις της αρχαίας ελληνικής στις παροιμίες, τα γνωμικά, τα ρητά, τα αινίγματα, τα ανέκδοτα και τα λογοπαίγνια, αλλά εξίσου και στον προφητικό λόγο, τον λόγο της μαγείας, τον παιδικό λόγο, την αισχρολογία, και iii. τη φωνητική αλλαγή, τη σύνταξη και τη σημασιολογία.

Στα Παραρτήματα προστίθεται κατάλογος αρχαίων πηγών στις οποίες παραπέμπουν οι συγγραφείς, γλωσσάρι με ορισμούς των βασικών γλωσσολογικών εννοιών, το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο και στοιχεία που αφορούν την εξέλιξη του φωνητικού συστήματος της ελληνικής. Ο τόμος διανθίζεται εξίσου από τέσσερα πολύτιμα ευρετήρια, ένα κυρίων ονομάτων, ένα γλωσσών και διαλέκτων, ένα λέξεων ανά γλώσσα/διάλεκτο, και, τέλος, ένα ευρετήριο όρων και θεμάτων.

Η λαμπρή εισαγωγή του Α.-Φ. Χριστίδη με τίτλο «Οι ιστορίες της ελληνικής γλώσσας» αποκτά κεφαλαιώδη σημασία στον βαθμό που τοποθετεί το έργο στα περίπλοκα ιστορικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα που στιγματίστηκαν από το ακανθώδες ζήτημα της νέας ελληνικής γλώσσας.

Υπογραμμίζοντας πάντα την προσφορά της γλωσσολογίας του 20ού αιώνα και ταυτόχρονα αποκλείοντας από τη μια κάθε μυθική εξήγηση για τη μελέτη του γλωσσικού φαινομένου και, από την άλλη, για τη μελέτη της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, ο συγγραφέας της εισαγωγής ορίζει έτσι τις θεωρητικές επιλογές που θεμελιώνουν τις προσεγγίσεις που προτείνονται στον τόμο αυτόν· θεωρεί την ιστορικότητα της γλώσσας θεμελιακό άξονα της γλωσσολογικής έρευνας στον βαθμό που δεν υπάρχει γλώσσα έξω από την ιστορία, ούτε η ιστορία μπορεί να υπάρξει χωρίς τη γλώσσα.

Ακολουθώντας τη θεματική που εκτείνεται στους άξονες του συνεχούς της ελληνικής γλώσσας, του συντηρητικού της χαρακτήρα και της διάκρισης γλώσσας-διαλέκτου, μελετάται ο ρόλος της ιστορικότητας της γλώσσας, για να καταστεί σαφής η αλληλεξάρτηση ιστορίας και γλώσσας στις Ιστορίες της ελληνικής γλώσσας που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα και το εξωτερικό, κυρίως κατά τον 19ο και 20ό αιώνα.

Μια από τις απόψεις που -μεταξύ άλλων- προβάλλεται είναι ότι το νεοελληνικό επιχείρημα που υπερίσχυε ενώπιον του ανατολικού κόσμου για τη συνέχεια και την ενότητα της ελληνικής γλώσσας και, μέσω αυτών, για τη σύνδεση του νεο-ελληνικού κόσμου με την αρχαία Ελλάδα, έδωσε τη δυνατότητα στο νέο ελληνικό κράτος να επιβεβαιώσει την εθνική και ευρωπαϊκή του ταυτότητα. Με άλλα λόγια, η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας που παρουσιάζεται ως αναπόσπαστη ποιότητα και ιδιαιτερότητά της σε αντίθεση με την κατάρρευση της λατινικής, χρησιμοποιήθηκε ως ιδεολογικό όργανο από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Πάντως, με δεδομένο ότι η εξέλιξη δεν αποτελεί ίδιον της ελληνικής γλώσσας αλλά χαρακτηρίζει κάθε γλωσσικό σύστημα, είναι προφανές ότι η ιδιαιτερότητα της ελληνικής δεν πρέπει να ερευνάται με σκοπό να βρεθούν οι εγγενείς αρετές της, αλλά περισσότερο από την οπτική των γλωσσικών στάσεων όπως αυτές ορίζονται ιστορικά. Η μελέτη της γλώσσας και της ιστορικότητάς της δεν αφορά λοιπόν αποκλειστικά τους γλωσσολόγους, αλλά και τους ομιλητές της και την ιστορία τους.

Η μελέτη της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας που προτείνεται στον συγκεκριμένο τόμο εντάσσεται στο πλαίσιο της παραπάνω οπτικής, η οποία ταυτόχρονα είναι ανανεωτική και κατευναστική για τα νεοελληνικά δεδομένα και μένει έξω από στείρες πολεμικές και διαμάχες.

Η πρώτη ενότητα αφορά τις όψεις του γλωσσικού φαινομένου και πιο συγκεκριμένα τα σχετικά θεμελιώδη ζητήματα, μεταξύ άλλων τη φύση και τη γέννεση της γλώσσας, τα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης και τη γλωσσική αλλαγή.

Πρόκειται για θέματα που καταδεικνύουν και με το παραπάνω ότι η φύση όλων των γλωσσών, που διακρίνεται ταυτόχρονα από οικουμενικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, δεν μπορεί να παραχωρήσει τη θέση της σε μια κατάταξη των γλωσσών με σειρά ποιότητας και ότι, επίσης, αξιολογικές κρίσεις που αφορούν για παράδειγμα την ανωτερότητα μιας γλώσσας, βασίζονται πάντα σε ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές παραμέτρους και όχι σε εγγενή γλωσσικά χαρακτηριστικά. Επομένως, μια γλώσσα δεν διαθέτει αποκλειστικά την όψη που έχει επιβληθεί στην κοινότητα για λόγους ιστορικούς, πολιτικούς και οικονομικούς. Το διακεκριμένο στάτους μιας γλωσσικής ποικιλίας που οφείλεται στην ιστορία της δεν δικαιολογεί ούτε τη μυθοποίηση της εν λόγω ποικιλίας, ούτε τον αποκλεισμό άλλων γλωσσικών ποικιλιών από το πεδίο έρευνας.

Σ' αυτά τα σημεία βρίσκονται το ενδιαφέρον και η προσφορά της συγκεκριμένης ενότητας η οποία μας φαίνεται περισσότερο απομονωμένη, καθώς πραγματεύεται ζητήματα που δεν έχουν άμεση σχέση με τη γενική θεματική του τόμου.

Στη δεύτερη ενότητα, η ιστορία της ελληνικής γλώσσας μελετάται μέσα από το πρίσμα τριών ιστορικών γεγονότων που σημάδεψαν τη χρονική περίοδο από την προϊστορία μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια. Πρόκειται για α) τη δημιουργία της ελληνικής γλώσσας ως μέλους της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας, β) την εμφάνιση της γραφής και γ) τη δημιουργία της κοινής. Με μεγάλο ενδιαφέρον διαβάσαμε όλα όσα αφορούν τις επαφές της ελληνικής με τις προελληνικές γλώσσες, επαφές που προσεγγίζονται μέσα από την όσμωση σε επίπεδο φωνολογίας, μορφολογίας, σύνταξης, σημασιολογίας και ιδιαίτερα λεξιλογίου.

Η μελέτη της σημασιολογικής εξέλιξης των εννοιών «έλληνες» και «βάρβαροι» που καταγράφεται στο πλαίσιο μιας προβληματικής πάντα επίκαιρης είναι εξίσου μεγάλης σημασίας. Μελετώντας τις πολιτισμικές και γλωσσικές επαφές και τα αποτελέσματά τους γνωρίζουμε τις απεικονίσεις τους και τα στερεότυπα όπως εκφράζονται στη γλώσσα, με αποτέλεσμα να είναι ευκολότερη η επισκόπηση του θέματος σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στην ενότητα που είναι αφιερωμένη στην ελληνική γλώσσα και γραφή, ξεχωρίσαμε παρατηρήσεις για τις σχέσεις ανάμεσα στην εξέλιξη της γραφής και την κοινωνική οργάνωση, καθώς και για τις ιστορικές συνθήκες εν γένει. Εδώ μελετώνται και ζητήματα όπως η υιοθέτηση της αλφαβητικής γραφής ως σημαντικός νεωτερισμός του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, η χρήση της γραφής σε ποικίλους τομείς, η συμβολή των ιστορικών παραμέτρων στην εξέλιξη της γραφής, η αντίληψη της γραφής και του προφορικού λόγου καθώς και της λειτουργικότητάς τους ανά περίοδο.

Ο τρίτος άξονας πάνω στον οποίο κινείται η ενότητα αφορά την κοινή: η δημιουργία της, αν και συνδέεται με την εξαφάνιση των αρχαίων διαλέκτων, επέτρεψε από τη μια στη γλώσσα να συναντηθεί με τον χριστιανισμό και να συνυπάρξει με τη λατινική και συνέβαλε από την άλλη στο ψηφιδωτό που συνιστούσε η ελληνική κουλτούρα με τις αντίστοιχες των ανατολικών λαών.

Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι η παρουσίαση που αφορά τη δημιουργία της ελληνιστικής κοινής, η οποία λαμβάνει υπόψη τις έννοιες και τις προθέσεις της κοινωνιολογικής έρευνας. Διασαφηνίζοντας την πολυσημία του όρου κοινή, ο συγγραφέας εξηγεί τη δημιουργία της ελληνιστικής κοινής όσον αφορά τέσσερα επίπεδα, την προκάτοχο της κοινής, τη διαμορφωμένη πλέον κοινή, τη διευρυμένη κοινή και την αφομοιωμένη κοινή.

Η τρίτη ενότητα εισάγει το θεμελιώδες ζήτημα των διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής. Σε προοπτική ανανεωτική και πρωτότυπη, διακεκριμένοι διαλεκτολόγοι πραγματεύονται ζητήματα σχετικά με την ταξινόμηση, την περιγραφή και την παρακμή των διαλέκτων. Στο πλαίσιο της προσέγγισης αυτής υπογραμμίζεται ο αποφασιστικός ρόλος των εξωγλωσσικών και των κοικωνικοϊστορικών παραμέτρων, όπως επίσης και των επαφών με άλλους λαούς στην εξέλιξη των διαλέκτων και των γλωσσών εν γένει. Από αυτόν ακριβώς τον συσχετισμό προκύπτουν κρίσεις πριμοδότησης ή -αντίθετα- υποτίμησης μιας γλώσσας/γλωσσικής ποικιλίας, οι οποίες με τη σειρά τους συνδέουν εκ φύσεως μαζί της τους ομιλητές της. Ακόμη, η αντίσταση ορισμένων διαλέκτων στην κοινή θα μπορούσε να θεωρηθεί, όπως στις μέρες μας, μορφή αντίδρασης στην απώλεια της πολιτικής ανεξαρτησίας, ένα είδος επιβεβαίωσης της ταυτότητας μέσω της διαλέκτου. Εξάλλου, πρέπει να αναφερθεί ότι η ανάλυση που προτείνεται λαμβάνει υπόψη τις θεωρητικές και μεθοδολογικές έννοιες που αντλούνται από την πρόσφατη γλωσσολογική έρευνα και, πιο συγκεκριμένα, από την κοινωνιογλωσσολογία και τη διαλεκτολογία· επάξια λοιπόν έχει τον τίτλο «Μια σύγχρονη προσέγγιση των αρχαίων διαλέκτων» ο οποίος προσκαλεί τον αναγνώστη να επανεξετάσει τις μεθόδους και τους στόχους της διαλεκτολογίας. Η συναρπαστική πραγμάτευση του θέματος αλλά εξίσου και το θεωρητικό μοντέλο που αναδεικνύεται καθιστούν το κεφάλαιο αυτό άκρως αντιπροσωπευτικό της ποιότητας και της πρωτοτυπίας του τόμου.

Στην τέταρτη ενότητα αντιμετωπίζονται ζητήματα σχετικά με τη δομή και την εξέλιξη της ελληνικής στους τομείς της φωνολογίας, της προφοράς, της μορφολογίας, της σύνταξης και του λεξιλογίου.

Είναι πολλές οι αρετές των συμβολών που μπορούμε να αναφέρουμε: εκλεκτές αναλύσεις, λεπτομερείς και άρτιες τεχνικά παρουσιάσεις οι οποίες διαφωτίζονται και διασαφηνίζονται από τα κείμενα που ακολουθούν. Οι συγγραφείς δεν αρκούνται σε περιγραφικές αναλύσεις, αλλά εκτείνουν την προσέγγισή τους στο επίπεδο της ερμηνείας. Ειδικά στα κείμενα που αφορούν την προφορά, οι υποθέσεις που προβάλλονται ενισχύονται, μεταξύ άλλων, από την εισαγωγή του αλφαβήτου, καθώς και από τα στοιχεία που προκύπτουν από τη σύγκριση των δανεισμών μεταξύ των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, η οποία πραγματοποιείται μελετώντας τις φωνολογικές διαδικασίες, τη μετρική, το γενικότερο φωνολογικό θεωρητικό πλαίσιο, παρακολουθώντας τις έρευνες που πραγματοποιούνται για τις σύγχρονες γλώσσες αλλά και, τέλος, την προφορά της νέας ελληνικής.

Οι λεπτομερείς και τεχνικές παρουσιάσεις συνοδεύονται από ορθές παρατηρήσεις πάνω στη μορφολογία της κλασικής ελληνικής, για παράδειγμα, το γεγονός ότι η σχέση μεταξύ γραμματικού γένους και ορισμένων επιθημάτων εξηγεί την αλλαγή γένους κάποιων ουσιαστικών (η γύψος-ο γύψος) ή ο ρόλος που παίζει η αφαίρεση στην αναδόμηση του κλιτικού συστήματος στην κλασική εποχή (άλας-αλάτιον).

Στην ιδιαίτερα διαφωτιστική μελέτη για την εξέλιξη της σύνταξης από την κλασική ελληνική στην κοινή, εστιάζει κανείς -δικαίως- στο γεγονός της διγλωσσίας που στιγμάτισε το νεοελληνικό κράτος τα πρώτα 150 χρόνια του και το οποίο έχει τις απαρχές του στα ρωμαϊκά χρόνια. Στην πραγματικότητα η διγλωσσία εκδηλώνεται στον ανταγωνισμό μεταξύ γραπτής αττικής -που ήταν και το αντικείμενο διδασκαλίας στην εκπαίδευση- και κοινής, γραπτής και προφορικής, η οποία χρησιμοποιόταν όλο και περισσότερο στους τομείς της τεχνολογίας, της διοίκησης και της οικονομίας.

Γι' αυτό και εκτιμήσαμε ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι θεμελιώδεις συντακτικές αλλαγές όσον αφορά τη σειρά των λέξεων, την υπόταξη, το ρηματικό σύστημα, την εξαφάνιση της δοτικής, που έλαβαν χώρα σ' αυτή τη χρονική περίοδο, μελετώνται μέσα από μια νέα οπτική. Πράγματι, ο συγγραφέας της πραγματείας αυτής, πολύ σημαντικός ειδικός της ελληνικής σε όλη τη διαχρονία της, αντιμετωπίζει τα συγκεκριμένα φαινόμενα ως γεγονότα σε συνεχές.

Επιπλέον, το εν λόγω κείμενο διαφωτίζει εκ νέου τη γλωσσική ετερογένεια της κοινής μέσα από τη διάκριση τριών γλωσσικών επιπέδων (καθημερινή/μη επιστημονική γλώσσα, επίσημη/επιστημονική/τεχνική και γλώσσα της λογοτεχνίας) που ορίζονται από τα ανάλογα συντακτικά σχήματα, όπως επίσης και μέσα από παρατηρήσεις που έχουν να κάνουν με το ύφος της γραπτής γλώσσας κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.

Στο ίδιο κεφάλαιο αναπτύσσεται παράλληλα μια ενδιαφέρουσα προβληματική για τις διαφορετικές ποικιλίες της κοινής, οι οποίες οφείλονται στις πολιτισμικές και γλωσσικές επαφές. Στην προοπτική αυτή μελετώνται οι ανατολικές κοινές, η ιουδαϊκή κοινή, η ελληνική και οι σημιτισμοί της Νέας Διαθήκης.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι κατά τη μελέτη του αρχαίου ελληνικού λεξιλογίου (που εκτείνεται στη διάκριση τριών τύπων λέξεων ανάλογα με α) την ετυμολογία τους -για να αναδειχθούν οι λέξεις με ινδοευρωπαϊκή ετυμολογία-, β) τα δάνεια και γ) τις λέξεις που δημιουργήθηκαν στην αρχαία εληνική σύμφωνα με τους δικούς της κανόνες μορφολογίας) και κατά την εξέταση της σημασιολογικής αλλαγής, πολύ ορθά τονίζεται ο θεμελιώδης και καθοριστικός ρόλος των επαφών των Ελλήνων με ξένους λαούς και τις γλώσσες τους, καθώς επίσης και ο ρόλος των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των διαλέκτων αλλά και των διαλέκτων με την κοινή.

Το κείμενο που είναι αφιερωμένο στα κύρια ονόματα εγκαινιάζει μια νέα και πολύ απτή προβληματική, δομημένη γύρω από ζητήματα που αφορούν το γλωσσικό στάτους, την ετυμολογία, τα φωνολογικά χαρακτηριστικά και την έννοια του κύριου ονόματος στην αρχαία ελληνική. Η φύση των ζητημάτων και η μέθοδος που χρησιμοποιείται έχουν ως αποτέλεσμα το συγκεκριμένο κεφάλαιο να είναι σημαντικό, όχι μόνο για τη μελέτη του κύριου ονόματος στους κόλπους της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, αλλά και διαχρονικά.

Τέλος, στο δεύτερο μέρος της ενότητας που αφορά την εξέλιξη της ελληνικής και, πιο συγκεκριμένα, τις γλωσσικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της κλασικής και της ελληνιστικής περιόδου, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για τη δημιουργία της νέας ελληνικής, η γλωσσική αλλαγή που περιλαμβάνει τρία επίπεδα, δηλαδή την εμφάνιση μιας νέας ποικιλίας, τον ανταγωνισμό με την αρχαία ποικιλία και τέλος την εξαφάνιση της τελευταίας μελετάται σε ποικίλες προοπτικές. Πράγματι, σύμφωνα με την ανάλυση που προτείνεται, η εμφάνιση νεωτερισμών στην ελληνική γλώσσα εξηγείται αν λάβουμε υπόψη ενδογλωσσικές παραμέτρους της γλώσσας, καθώς και διαγλωσσικές παραμέτρους που ορίζονται από γλωσσικές επαφές.

Η έκτη και έβδομη ενότητα που αφορούν τις γλωσσικές επαφές και τις μεταφραστικές πρακτικές της αρχαιότητας συμβάλλουν αισθητά σε μια ανανεωτική προσέγγιση της ιστορίας και της ελληνικής γλώσσας.

Τα ζητήματα που σχετίζονται με τις γλωσσικές επαφές της αρχαιότητας αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τις αρχές της σύγχρονης κοινωνιογλωσσικής έρευνας. Αναδεικνύεται με έμφαση ότι ο δανεισμός και η μετάφραση, ως αποτελέσματα γλωσσικής επαφής, καθορίζουν με εμφανή τρόπο την ιστορικότητα μιας γλώσσας και αντικατοπτρίζουν τη θέση και το στάτους της στις διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Έτσι, το φαινόμενο της γλώσσας παρουσιάζεται ως φαινόμενο κυριότατα ιστορικό. Στο πλαίσιο της προοπτικής αυτής τα κείμενα της πέμπτης ενότητας μας διαφωτίζουν όσον αφορά τις επαφές της ελληνικής με τις σημιτικές γλώσσες, τη θρακική, την ιλλυρική, τη φρυγική, την καρική, τη λυκική, τη λυδική, την ιρανική, την ετρουσκική, τη λατινική, την αιγυπτιακή, την κοπτική, τη συριακή, την αραβική, τις κελτικές και τις ινδικές γλώσσες. Το ενδιαφέρον της ενότητας αυτής είναι πολλαπλό για εμάς: εγκαινιάζει με συστηματικό τρόπο έναν θεματικό άξονα σχετικά γνωστό· εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο η μελέτη των γλωσσικών επαφών συμβάλλει στην εμβάθυνση των γνώσεών μας πάνω στην ελληνική γλώσσα· προσκαλεί στην εξερεύνηση νέων τομέων έρευνας, για παράδειγμα τη μελέτη της επίδρασης της λατινικής μέσω της δημώδους γλώσσας· αναδεικνύει την αναγκαιότητα στενής συνεργασίας μεταξύ των ειδικών της ελληνικής γλωσσολογίας και αυτών άλλων γλωσσών (π.χ. της εβραϊκής)· υπογραμμίζει την ιστορική σημασία της ελληνιστικής εποχής για την ελληνική γλώσσα στον βαθμό που η κοινή στιγματίστηκε ως ηγεμονική γλώσσα γλωσσικά και πολιτισμικά· αναδεικνύεται έτσι και το ενδιαφέρον που δείχνει η σύγχρονη έρευνα για την πολυγλωσσία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και τις ανακατατάξεις που οφείλονται στις γλωσσικές επαφές.

Εξάλλου, στην έκτη ενότητα το ζήτημα που σχετίζεται με τις μεταφραστικές πρακτικές κατά την αρχαιότητα μελετάται σε συνδυασμό με τη συνάντηση της ελληνικής γλώσσας με ξένες γλώσσες όπως η εβραϊκή, η λατινική, η συριακή και η λυκική. Το ενδιαφέρον και η προσφορά του κεφαλαίου έγκεινται πάλι για εμάς στη νέα προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τις υποθέσεις και τις αναλύσεις της σύγχρονης έρευνας.

Το πρόβλημα της μετάφρασης τοποθετείται λοιπόν στους όρους μιας συζήτησης που αφορά δύο πόλους της ιστορίας της μετάφρασης, δηλαδή τη λεγόμενη ελεύθερη μετάφραση που προσανατολίζεται προς τον αναγνώστη και την κατά λέξη μετάφραση που προσανατολίζεται προς το κείμενο. Στη συγκεκριμένη προοπτική αναδεικνύεται ότι στην εποχή που μας ενδιαφέρει η μετάβαση από την ελεύθερη στην πιστή μετάφραση συνδέεται στενά με τη μετάφραση των βιβλικών κειμένων του χριστιανισμού.

Ανάμεσα στα κείμενα που παρουσιάζουν τις πρακτικές μετάφρασης εκτιμήσαμε ιδιαίτερα την αξιόλογη παρουσίαση της μετάφρασης των Εβδομήκοντα. Πρόκειται για κρίσιμη συμβολή στον βαθμό που από τη μια προβάλλει τη σημασία του κειμένου των Εβδομήκοντα για τη μελέτη και την κατανόηση της εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας και από την άλλη, για το ενδιαφέρον που παρουσιάζει για τη φιλολογία, τη γλωσσολογία και την κειμενική γλωσσολογία. Επομένως, χάρη στις νέες προσεγγίσεις, περίπλοκα ζητήματα που σχετίζονται με το κείμενο αυτό όπως οι σημιτισμοί μπορούν να διαφωτιστούν και να αντιμετωπιστούν μέσα από μια νέα προοπτική.

Την προσοχή μας μαγνήτισαν ιδιαίτερα οι συμβολές της έβδομης ενότητας στην οποία αντιμετωπίζεται το θέμα γλώσσας και πολιτισμού μέσω των ειδικών και εξειδικευμένων λεξιλογίων (όροι που προορίζονται να καλύψουν τις ανάγκες της επιστήμης) της αρχαίας ελληνικής, καθώς και τη σημασιολογική αλλαγή πολιτισμικών εννοιών.

Το αντίστοιχο λεξιλόγιο από τους χώρους της δουλείας, της δημοκρατίας, της θρησκείας, του δικαίου, της φιλοσοφίας και της ιατρικής αντιμετωπίζεται ως πολιτισμικό προϊόν που καθορίζεται από την οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας και από την αντίληψη που είχαν οι Έλληνες για τον κόσμο τους κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Ωστόσο, η τελευταία ενότητα είναι αυτή που αποτελεί για εμάς μια αξιόλογη πρωτοτυπία του τόμου: αφορά την ιστοριογραφία πέντε εννοιών ('ελληνισμός', 'φιλοτιμία', 'παράδεισος', 'άγιος', 'ψυχή'), μέσω της οποίας αναδεικνύονται ιστορικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα. Χάρη στη λεπτότητα των αναλύσεων που παρατίθενται, η σημασιολογική περιπέτεια των επιλεγμένων εννοιών απεικονίζει με αξιόλογο και ανανεωτικό τρόπο τη σχέση μεταξύ γλώσσας, ιστορίας και πολιτισμού. Η σημασιολογική μετάθεση αντιμετωπίζεται συνεπώς σε άμεση σχέση με γεγονότα που σημάδεψαν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όπως, μεταξύ άλλων, η εξάπλωση του χριστιανισμού.

Η όγδοη ενότητα πραγματεύεται συγκεκριμένες γλωσσικές στάσεις που υιοθετήθηκαν μέσα από την εξέταση τριών βασικών ζητημάτων: τις σχέσεις μεταξύ γλώσσας και εκπαίδευσης, τη γραμματική προσέγγιση της ελληνικής γλώσσας και τον αττικισμό.

Πιο συγκεκριμένα, η εκπαίδευση της ελληνικής γλώσσας κατά την αρχαιότητα (8ος αιώνας π.Χ.-4ος αιώνας μ.Χ.) παρουσιάζεται να υπηρετεί, από τη μια τη διάδοση της γραφής και της ανάγνωσης για την καλύτερη προσαρμογή και τη συμμετοχή των ατόμων στην κοινωνική ζωή, από την άλλη για την κατάρτιση στη ρητορική τέχνη. Μεταξύ των ενδιαφερόντων ζητημάτων στη συγκεκριμένη παρουσίαση ξεχωρίζουμε αυτά που έχουν να κάνουν με τις συνθήκες εξέλιξης της ανώτατης εκπαίδευσης και με την ίδρυση των πρώτων σχολείων ανώτατης εκπαίδευσης στην Αθήνα, με τις διαφορετικές τάσεις που σημάδεψαν την εξέλιξη της εκπαίδευσης, με τις αρχές και τις προτεραιότητες που θεωρήθηκαν πρωταρχικές ανάλογα με τη χρονική περίοδο και τις τάσεις της, και, τέλος, με την αλληλεξάρτηση μεταξύ πολιτικών συστημάτων και ρητορικής τέχνης. Όσον αφορά το τελευταίο ζήτημα, υπογραμμίζουμε ότι η ρητορική μεταξύ 5ου και 4ου αιώνα συνδέεται στενά με τη δημοκρατία, ενώ αργότερα η διδασκαλία της δείχνει να είναι περισσότερο προσκολλημένη στους στόχους της κάθε ρητορικής σχολής.

Το δεύτερο μέρος της ενότητας αυτής ασχολείται με τους αρχαίους γραμματικούς. Αν και πραγματεύεται ενδιαφέροντα ζητήματα, η συμβολή αυτή παραμένει -κατ' εμέ- σχηματική και κάπως επιφανειακή. Στην πραγματικότητα, η πλούσια σύγχρονη βιβλιογραφία λαμβάνεται υπόψη μόνο με τη μορφή σχολιασμού, ενώ σχολιασμένες εκδόσεις και τόμοι πάνω στην ελληνική γραμματική κατά την αρχαιότητα θα έδιναν τη δυνατότητα για μια πιο συγκεκριμένη σημαντική παρουσίαση της προσφοράς των αρχαίων γραμματικών στη γλωσσολογία και στη μελέτη της ελληνικής γλώσσας η οποία δεν θα περιοριζόταν στη συστηματοποίηση των κλιτικών συστημάτων ουσιαστικών και ρημάτων.

Αντιθέτως, ο αττικισμός και οι καταστροφικές του συνέπειες με τη σύντομη και την ευρύτερη έννοια αναλύονται με επάρκεια. Έτσι καταδεικνύεται ότι το συγκεκριμένο κίνημα επισημοποίησε το χάσμα μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου, διαχώρισε κοινωνικά τις γλωσσικές ποικιλίες και συνέβαλε αισθητά στην αντικατάσταση της εν μέρει ομοιογένειας -που προέκυψε από τη χρήση της κοινής- από τη διαφοροποίση σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Εξάλλου, επιθυμώντας μια σφαιρική θεώρηση του γλωσσικού ζητήματος που σημαδεύτηκε από το φαινόμενο της διγλωσσίας, ορθά τονίζεται η γέννηση στους κόλπους του νεοσύστατου ελληνικού κράτους μια νέας εκδοχής αττικισμού που ενσαρκώνεται με τη σύγκρουση καθαρεύουσας και δημοτικής. Η νέα αυτή διγλωσσία έπαιξε αποφασιστικό ρόλο καθόλη τη διάρκεια των εκατόν πενήντα χρόνων που ακολούθησαν την ελληνική ανεξαρτησία και στιγμάτισε βαθιά τόσο τη γλώσσα, όσο και τη σύγχρονη ελληνική εκπαίδευση.

Η τελευταία ενότητα αφορά τις τύχες της αρχαίας ελληνικής κατά τον Μεσαίωνα και τα νεότερα χρόνια, οι οποίες καθορίστηκαν ουσιαστικά από την ιδιαίτερα προνομιούχα θέση που δόθηκε στην κλασική ελληνική κατά τη συγκεκριμένη εποχή. Η παρουσίαση της κλασικής ελληνικής ως πολιτισμικού σημείου αναφοράς, και μάλιστα πρότυπου, προβάλλεται ιδιαίτερα σε τέσσερα κείμενα της ενότητας αυτής· τα κείμενα αυτά αφορούν σε μεγάλο βαθμό τη συνάντηση της Ευρώπης και των Ευρωπαίων με την ομιλούμενη γλώσσα μέσα από τα ταξίδια που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα ήδη από το τέλος του 17ου αιώνα, την προφορά της αρχαίας ελληνικής στη σύγχρονη εποχή, τη λόγια γλώσσα, το γλωσσικό ζήτημα και, τέλος, τις πρακτικές μετάφρασης από την αρχαία στη νέα ελληνική.

Έτσι, με μεγάλο ενδιαφέρον διαβάζουμε τις παρατηρήσεις που αφορούν το κύρος που απολάμβανε η ελληνική κατά τον 18ο αιώνα, το οποίο σημαδεύτηκε από το ενδιαφέρον για τις ζωντανές γλώσσες στην ιστορική και κοινωνική τους διάσταση καθώς και όσον αφορά τη σχέση τους με τους λαούς που τις μιλούσαν. Σε μια αξιόλογη συμβολή ο συγγραφέας αναδεικνύει πόσο παράδοξη είναι η παρουσίαση της ελληνικής αυτής της εποχής στον βαθμό που η ανάλυση πρέπει να ασχοληθεί όχι μόνο με την αναγνώριση της νέας ελληνικής από τους Ευρωπαίους και τον θάνατο της αρχαίας ελληνικής, αλλά επίσης με την ελπίδα που εκφράζεται για την αναβίωση της τελευταίας.

Παρομοίως, τα προβλήματα που σχετίζονται με την προφορά της αρχαίας ελληνικής όπως και οι λύσεις που προτάθηκαν μέσω της υιοθέτησης της ερασμιακής ή της νεοελληνικής προφοράς αντικατοπτρίζοντας το ενδιαφέρον που είχαν οι Ευρωπαίοι για την κλασική ελληνική, αποκαλύπτουν τα ερείσματα -άλλοτε επιστημονικά και άλλοτε ιδεολογικά- με βάση τα οποία πριμοδοτούταν η μια ή η άλλη λύση.

Το τρίτο κείμενο θέτει με έντονο τρόπο το ζήτημα της λόγιας γλώσσας και της λειτουργίας της. Στην προοπτική αυτή αναδεικνύεται με ενάργεια ότι η λόγια γλώσσα του 19ου αιώνα, γλώσσα μεικτή με αγγλισμούς και γαλλισμούς, επέτρεπε την επανασύνδεση με την αρχαιότητα και διευκόλυνε έτσι την πρόσβαση της Ελλάδας στην Ανατολή. Πάντως, η λειτουργία αυτή της λόγιας γλώσσας υποσκελίστηκε από τη δημοτική η οποία ανταποκρινόταν επαρκέστερα στις νέες εθνικές ανάγκες του ελληνικού κράτους.

Τέλος, η τελευταία συμβολή πραγματεύεται το ζήτημα της μετάφρασης της αρχαίας ελληνικής προς τη νέα ελληνική και εντάσσεται σε μια ευρεία προβληματική που συνδέεται με την προτίμηση των αρχαίων ελληνικών κειμένων και την υποτίμηση των νεοελληνικών τους μεταφράσεων. Στο πλαίσιο του συχνά προβαλλόμενου επιχειρήματος ότι η αρχαία ελληνική δεν μπορεί να διδαχτεί μέσα από μεταφρασμένα κείμενα, βλέπουμε να τίθεται το πρόβλημα της ποιότητας της νέας ελληνικής γλώσσας: πρόκειται για μια νέα όψη του γλωσσικού ζητήματος όπως παρουσιάζεται στις μέρες μας: στα συμφραζόμενα αυτά αρχαία και νέα γλώσσα δεν απολαμβάνουν το ίδιο κύρος. Η αρχαία γλώσσα θεωρείται ανώτερη σε σχέση με τη σύγχρονη και μυθοποιείται, ενώ η τελευταία υποτιμάται. Ο συγγραφέας, επιφανής ειδικός των κλασικών γραμμάτων αλλά ταυτόχρονα θερμός δημοτικιστής, διαφωτίζει στο θαυμάσιο κείμενό του τις ακανθώδεις συνέπειες της μυθοποίησης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και της υποτίμησης της δημοτικής. Η στάση αυτή που θεμελιώνεται με βάση τη γλωσσική ανισότητα μεταξύ αρχαίας και νεότερης γλώσσας εκδηλώνεται ιδιαίτερα με την απόρριψη μεταφρασμένων κειμένων στη νέα ελληνική, με την αιτιολογία ότι είναι κείμενα κατώτερης αξίας και προσβάλλει τις αρχές της γλωσσολογίας και της μεταφρασεολογίας. Επιπλέον, μια τέτοια στάση δεν μπορεί παρά να είναι άκρως άγονη, τη στιγμή που ακυρώνει όλες τις θετικές συνέπειες που προκύπτουν από την επαφή της αρχαίας με τη νέα ελληνική, είτε σε επίπεδο λεξιλογικό, είτε συντακτικό, είτε υφολογικό.

Έτσι προβάλλεται το παράδοξο στάτους της δημοτικής σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες: άλλοτε θεωρείται γλώσσα με κύρος καθώς ήταν η κληρονόμος της αρχαίας ελληνικής και άλλοτε γλώσσα κατώτερη διότι στερούνταν τις απαραίτητες ποιότητες για να αποδόσει την αρχαία ελληνική, η νέα ελληνική φαινόταν να είναι αναπόφευκτα, σ' αυτή την επικίνδυνη προοπτική, θύμα της ίδιας της ιστορίας της. Το κείμενο αυτό, με τον πλούτο του, την ορθότητά του, καθώς και την ακρίβεια της συλλογιστικής πορείας, συνιστά έναν επίλογο αντάξιο του τόμου. Εντασσόμενος στην προβληματική της ενότητας με αντικείμενο τις τύχες της αρχαίας ελληνικής και υπογραμμίζοντας όλα τα παράδοξα των πραγματειών για τη γλώσσα που βασίζονται άλλοτε στην ιστορία, στα συμφραζόμενα, στην ιδεολογία, ο συγγραφέας αναδεικνύει πόσο ενδιαφέρουσα μπορεί να είναι η μελέτη, όχι μόνο της ιστορίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, αλλά και της νέας ελληνικής, ιστορίας και γλώσσας.

Τελειώνοντας αυτή τη σύντομη επισκόπηση, προτείνουμε να εστιάσει κανείς την προσοχή του στις ανανεωτικές όψεις του τόμου αυτού, καθώς και στις προοπτικές έρευνας που διανοίγει. Πρόκειται για μια δυναμική προσέγγιση της αρχαίας γλώσσας η οποία δίνει έμφαση στη διαπολιτισμική διάσταση. Η αρχαία ελληνική γλώσσα μελετάται εδώ μέσα από τις γλωσσικές και πολιτισμικές επαφές της. Έχοντας την πεποίθηση ότι οι Έλληνες δεν έζησαν απομακρυσμένοι από τους άλλους λαούς και ότι η ελληνική γλώσσα διατήρησε ακατάπαυστα επαφές με τις γειτονικές της γλώσσες, ο τόμος αυτός διέπεται από μια πρωτότυπη θεματική που παρέχει τη δυνατότητα να ανακαλύψει κανείς κάθε διάσταση της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, είτε επικεντρώνεται στους ομιλητές, είτε στις αναπαραστάσεις τους, είτε στις στάσεις και την ιστορία τους. Σ' αυτή τη βάση αποτελεί πολύτιμη συμβολή στην γνώση της ιστορίας της ελληνικής, στη μελέτη της συνέχειας και των επαφών της, αλλά επίσης και στην κατανόηση του ζητήματος της νέας ελληνικής γλώσσας.

Λαμβάνοντας υπόψη τα αξιώματα της γλωσσολογικής έρευνας του 20ού αιώνα διευρύνονται αισθητά οι ορίζοντες για την έρευνα της αρχαίας ελληνικής, για την ενσωμάτωση της μελέτης της ιστορίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη σύγχρονη προβληματική· έτσι προσκαλεί τους ελληνιστές, όπως και τους ειδικούς άλλων γλωσσών, να διερευνήσουν νέα πεδία.

Επιπλέον, η εισαγωγή της νεοελληνικής διάστασης στη μελέτη της ιστορίας της αρχαίας ελληνικής χάρη στα κείμενα συγγραφέων που γράφουν για την ιστορία της νέας ελληνικής, δίνει τη δυνατότητα για νέους ορίζοντες στη διαχρονική και συγχρονική μελέτη της ελληνικής, καθώς και στη σύγκριση της ελληνικής γλώσσας.

Είναι πασιφανές ότι η Ιστορία της ελληνικής γλώσσας αποτελεί τόμο αξιομνημόνευτο που αξίζει να γίνει αμέσως προσβάσιμος στο μη-ελληνόφωνο κοινό, και ιδιαίτερα στο γαλλόφωνο.

Μτφρ.: Μ. Χρίτη

1 Οι δραστηριότητες του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας που ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1994 εκτείνονται σε τέσσερις τομείς επιστημονικής έρευνας που αφορούν τη λεξικογραφία, τη γλωσσολογία, τη στήριξη και προβολή της ελληνικής γλώσσας, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία.

Τελευταία Ενημέρωση: 09 Μάϊ 2008, 10:41