Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "κρίν"

1 εγγραφή
κρίνω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. χωρίζω, διακρίνω, αποχωρίζω, θέτω κατά μέρος 2. υποβάλλω σε ανάκριση, εξετάζω, ερωτώ |ΣΟΦ |υποβάλλω σε κρίση, κατηγορώ, δικάζω |με γεν. της ποινής ή του εγκλήματος |εκδίδω καταδικαστική απόφαση, καταδικάζω 3. διαλέγω, εκλέγω 4. κρίνω προκειμένου για κπ. ή για κτ. |κρίνω, εκφέρω κρίση ή απόφαση |απόλ. |εκφέρω κρίση, διαιτητική απόφαση για φιλονικία, δίκη, αγώνα |με σύστ. Α 5. εξηγώ, ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6. αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι, θεωρώ ότι ... |με αιτ. ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ. |χωρίς απρφ. |αποφασίζω υπέρ κπ., προτιμώ, προκρίνω Β. ΜΕΣΟ 1. διαλέγω, εκλέγω 2. φτάνω σε αποτέλεσμα 3. φιλονικώ, ερίζω, μάχομαι Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. εκλέγομαι, προτιμώμαι, διακρίνομαι 2. υπόκειμαι σε κρίση, κατηγορούμαι, οδηγούμαι σε δίκη, δικάζομαι, κρίνομαι, κατακρίνομαι, καταδικάζομαι |με γεν. της ποινής ή του εγκλήματος
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες