Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "δοκεω"

1 εγγραφή
δοκέω
Α. 1. μου φαίνεται, μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα) |υποθέτω, φαντάζομαι (αντ. του φρονεῖν) |θεωρώ, πιστεύω |με αιτ. και απαρφ. (το απαρφ. μπορεί να παραλείπεται) |με δύο αιτ. |έχω τη γνώμη, την άποψη |με εμπρόθετο προσδιορισμό |φρ. δοκέω μοι 2. ελπίζω, πιστεύω |με απρφ. μέλλ. Β. 1. μου φαίνεται, νομίζω, θεωρώ |φαίνομαι, θεωρούμαι 2. θεωρούμαι, φαίνομαι, έχω τη φήμη (συχνά αντ. του εἶναι) 3. μου φαίνεται, νομίζω |απρόσ. σύνταξη με απρφ. και δοτ. (η δοτ. μπορεί να παραλείπεται) |το ουδ. μτχ. ως ουσ. τὸ δοκοῦν=πίστη, πεποίθηση, τρόπος σκέψης Γ. 1. έχω τη διάθεση, σκοπεύω, προτίθεμαι 2. μου φαίνεται καλό, αποφασίζω |φρ. δέδοκται (ιων. δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα, ψηφίστηκε νόμος, αποφασίστηκε με ψηφοφορία, υπάρχει νόμος |φρ. ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος |σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου |φρ. τὰ δεδογμένα, τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα, οι νόμοι |φρ. δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ., έχοντας αποφασίσει
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες