Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "δικη"

1 εγγραφή
δίκη
Α. έθος, συνήθεια, τρόπος, κανόνας |η αιτ. ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο, κατά τη συνήθεια |με γεν. Β. |δικανικός όρος 1. ικανοποίηση για ένα έγκλημα, ανταπόδοση, ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας) |φρ. δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ., τιμωρούμαι |ποινή, τιμωρία |φρ. δίκην ἐλθεῖν, λαμβάνειν 2. αίσθημα του δικαίου, δικαιοσύνη (αντ. της λ. θέμις=θεία δίκη) |ως επίρρημα δίκῃ, σύν δίκῃ, μετὰ δίκης, κατά δίκην (αντ. παρὰ δίκην) |προσωποποίηση 3. δίκη για ιδιωτική υπόθεση σε αντ. με τη λ. γραφή=δίκη για δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία |δικαστήριο, η διαδικασία της δίκης, εκδίκαση υπόθεσης |δικαστική απόφαση |φρ. δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη, δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ., δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη, δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη, δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ. σε δίκη, σε διαιτησία, λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ., τον σέρνω στο δικαστήριο, δίκην δικάζειν, δικάζεσθαι, διαλύειν, εἰσάγειν, εἰσάγεσθαι |φρ. δίκαι ὕβρεως, φόνου,βλάβης, θανάτου, ἱεροσυλίας κτλ. δίκαι ἴδιαι, δημόσιαι, ἐμπορικαὶ κτλ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες