Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἀγείρω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω κάπου |για έμψυχα |στρατιωτικός όρος |για άψυχα |φρ. θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη ή ἐς φρένας θυμὸς ἀγέρθη=η ψυχή αναλαμβάνει τις δυνάμεις της, συνέρχεται (πβ. τη νεοελληνική φράση «πήγε η ψυχή στον τόπο της» μετά από σωματική και ψυχική δοκιμασία) |ΟΜ |φρ. ἐπεὶ οὖν ἤγερθεν ὁμηγερέες τε γένοντο=αφού μαζεύτηκαν και βρέθηκαν όλοι μαζί |ΟΜ 2. συγκεντρώνω χρήματα ή αγαθά με επαιτεία |κάνω έρανο υπέρ ναού ή θεότητας Β.ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ συναθροίζομαι, συνέρχομαι, συγκαλούμαι σε συνέλευση

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω κάπου
    • για έμψυχα
    • ΠΛ Πολ 369c πολλοὺς εἰς μίαν οἴκησιν ἀγείραντες κοινωνούς τε καὶ βοηθούς
    • στρατιωτικός όρος
    • ΘΟΥΚ 2.17.5 ξυμμάχους τε ἀγείροντες καὶ τῇ Πελοποννήσῳ ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν ἐξαρτύοντες
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.13 ὅτε Ξέρξης ὕστερον ἀγείρας τὴν ἀναρίθμητον στρατιὰν ἦλθεν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα
    • για άψυχα
    • ΟΜ Οδ 3.301 ὁ μὲν ἔνθα πολὺν βίοτον καὶ χρυσὸν ἀγείρων
    • ΗΡ 1.61 ἐνθαῦτα ἤγειρον δωτίνας (= δώρα) ἐκ τῶν πολίων
    • ΟΜ φρ. θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη ή ἐς φρένας θυμὸς ἀγέρθη=η ψυχή αναλαμβάνει τις δυνάμεις της, συνέρχεται (πβ. τη νεοελληνική φράση «πήγε η ψυχή στον τόπο της» μετά από σωματική και ψυχική δοκιμασία)
    • ΟΜ φρ. ἐπεὶ οὖν ἤγερθεν ὁμηγερέες τε γένοντο=αφού μαζεύτηκαν και βρέθηκαν όλοι μαζί
    • 2. συγκεντρώνω χρήματα ή αγαθά με επαιτεία
    • ΔΗΜ 8.26 ἀφ΄ ὧν ἀγείρει καὶ προσαιτεῖ καὶ δανείζεται
    • κάνω έρανο υπέρ ναού ή θεότητας
    • ΠΛ Πολ 381d ὡς ἱέρειαν ἀγείρουσαν Ἰνάχου Ἀργείου ποταμοῦ παισὶν { ως ιέρεια που διακονίζει για τα παιδιά του Αργείου ποταμού Ινάχου }
    • Β.ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ συναθροίζομαι, συνέρχομαι, συγκαλούμαι σε συνέλευση
    • ΟΜ Οδ 8.17 καρπαλίμως δ΄ ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί τε καὶ ἕδραι ἀγρομένων (= ἀγειρομένων) { αμέσως η αγορά και οι έδρες γέμισαν λαό που συναθροιζόταν }
    • ΗΣ Θεογ 92 ἐρχόμενον δ΄ ἀν΄ ἀγῶνα θεὸν ὣς ἱλάσκονται...μετὰ δὲ πρέπει ἀγρομένοισι (=ἀγειρομένοις) { όταν προχωρά μέσα στη συνάθροιση, τον τιμούν σαν θεό...και ξεχωρίζει ανάμεσα στο συναγμένο πλήθος }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΓΕΙΡΩ >
    • Πιθανώς από το αθροιστικό ἀ- και τη ρίζα -γερ- (πβ. Ησύχιος λ. γέργερα· πολλά).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ12
    • αιολ. ενεστ. ἀγέρρω
    • ἀγείρω, ἤγειρον, ἀγερῶ, ἤγειρα, (μτγν. -αγήγερκα)
    • ἀγείρομαι, ἠγειρόμην, (μτγν. ἀγεροῦμαι), ἠγειράμην, (μτγν. ἀγήγερμαι)
    • παθ. αόρ. ἠγέρθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἄγορος, ἀγορά, ἄγυρις, ἄγερσις 'αγορά, συνάθροιση', ἀγερμός 'συγκέντρωση χρημάτων για την υπηρεσία των θεών, συγκέντρωση στρατού', ἀγύρτης 'ο ζητιάνος, ο απατεώνας, ο αλήτης', ἀγύρτρια, μητραγύρτης 'ιερέας της Κυβέλης που επαιτεί', ὁμήγυρις 'συνέλευση, συνέδριο', πανήγυρις 'εορταστική συνέλευση', ἐπάγερσις 'συγκέντρωση στρατευμάτων εναντίον εχθρού', συναγυρμός 'συλλογή, άθροιση'
      • ρήματα: ἀγυρτάζω 'μαζεύω κάτι ζητιανεύοντας', μητραγυρτέω, ὁμηγυρίζομαι 'συναθροίζω, συγκαλώ', πανηγυρίζω, εἰσαγείρω 'συγκεντρώνω σε κάποιο μέρος', ἐπαγείρω 'συναθροίζω, συλλέγω', συναγείρω, περιαγείρω 'περιφέρομαι και συγκεντρώνω', ἀμφαγείρομαι 'συγκεντρώνομαι γύρω'
      • επίθετα: ὁμηγερής 'συναθροισμένος', πανηγυρικός, συναγυρτός 'αυτός που μπορεί να συγκεντρωθεί', νεφεληγερέτης, στεροπηγερέτης 'αυτός που μαζεύει τις αστραπές', κωλακρέτης 'αυτός που μαζεύει τα κομμάτια κατά τη διάρκεια των θυσιών, όνομα άρχοντα της Αθήνας που ασχολούνταν με οικονομικά θέματα'
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • αιολ. ἀγέρρω
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἄγυρμα, ἀγυρμός, ἄγαρρις, ἀγερμοσύνη 'συνάθροιση, συγκέντρωση', ἀγυρισμός 'συνάθροιση', ἀγυρτεία, ἀγυρτήρ, ἀγαγύρτης 'αγύρτης', ἀγερσικύβηλις 'ο θύτης ή ο ιερέας που επαιτεί', ἀγέρτας 'εισπράκτορας φόρου', ἐπαγερμός 'σύναξη, συγκέντρωση', συναγερμός 'συνάθροιση', μηναγύρτης 'ο ιερέας της Κυβέλης που κάθε μήνα περιφέρονταν και μάζευε βοήθεια', πανηγύρισμα, πανηγυρισμός, πανηγυριστής, πανηγυριστήριον, πανηγυριάρχης 'ο πρόεδρος της πανήγυρης', πανηγυριαρχία
      • ρήματα: ἀγερέω, ἀγέρομαι, ἀγυρτεύω 'είμαι αγύρτης', ἀγυρίζω, μηναγυρτέω, πανηγυράζω, πανηγυραρχέω, ἀναγείρω, ἀνταγείρω 'ανταγωνίζομαι κάποιον σε συγκέντρωση χρημάτων', ἐναγείρω 'συναθροίζω'
      • επίθετα: ἀγυρτικός 'αυτός που έχει το χαρακτήρα αγύρτη', ἀγυρτώδης, ἀγυρτός 'αυτός που συγκεντρώνει κάτι με ζητιανιά', ὁμηγύριος 'αυτός που συγκεντρώνει, που συγκαλεί', ὁμοαγειρής, ὁμοάγειρος 'αυτός που είναι συγκεντρωμένος μαζί με άλλον ή άλλους'
      • επιρρήματα: ἀγυρτωδῶς, πανηγυρικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %αγορ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • αγύρτευμα, αγυρτισμός, αγυρτολογήματα, αγυρτολογίαι, αγυρτολόγοι, αγυρτοπατριώται, αγυρτοτύραννοι, πανηγυρικότης, πανηγύρισις, πανηγυριστικός, πανηγυριώτης 'αυτός που πάει στο πανηγύρι'
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Μακεδ. αγιρμός 'η εθιμική επίσκεψη ομάδας ατόμων στα σπίτια μιας κοινότητας, για να πουν τραγούδια και ευχές', Κάρπαθ. πανηυρίτζω 'πανηγυρίζω'