Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἀγγέλλω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. φέρνω μήνυμα, αναγγέλλω, παραγγέλλω |με αιτ. |με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με ειδική πρόταση |με απρφ. |με δοτ. προσ. και μτχ. 2. φέρνω ειδήσεις |περί τινος |απόλ. Β.ΜΕΣΟ αναγγέλλω τον εαυτό μου |μόνο ενεστ. Γ.ΠΑΘΗΤΙΚΟ αναγγέλλομαι |με απρφ. |με ειδική πρόταση |με μτχ.

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. φέρνω μήνυμα, αναγγέλλω, παραγγέλλω
    • με αιτ.
    • ΠΛ Πρωτ 310b μή τι νεώτερον ἀγγέλλεις;
    • ΕΥΡ Τρ 238 Ταλθύβιος ἥκω καινὸν ἀγγελῶν λόγον
    • με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.
    • ΕΥΡ Ηλ 230 πρῶτα γάρ σοι τἀγάθ΄ ἀγγέλλειν θέλω
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Θεσμ 654 ἐγὼ δὲ ταῦτα τοῖς πρυτάνεσιν ἀγγελῶ
    • με εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΕΥΡ Ορεστ 1539 ἀγγέλλωμεν ἐς πόλιν τάδε;
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 1.7.13 ταῦτα δὲ ἤγγελλον πρὸς Κῦρον οἱ αὐτομολήσαντες
    • με ειδική πρόταση
    • ΣΙΜΩΝεπ 7.249 ὦ ξεῖν΄͵ ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις͵ ὅτι τῇδε κείμεθα
    • ΞΕΝ Αγησ 2.13 ἀγγέλλει δέ τις αὐτῷ ὅτι Θηβαῖοι ἐν τοῖς σκευοφόροις εἰσί
    • ΕΥΡ ΙΤαυ 704 ἄγγελλε δ΄ ὡς ὄλωλ΄ ὑπ΄ Ἀργείας τινος
    • με απρφ.
    • ΘΟΥΚ 1.91.3 ἀγγέλλοντες ἔχειν ἱκανῶς τὸ τεῖχος
    • με δοτ. προσ. και μτχ.
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 2.3.19 αὐτῷ Κῦρόν τε ἐπιστρατεύοντα πρῶτος ἤγγειλα
    • 2. φέρνω ειδήσεις
    • περί τινος
    • ΣΟΦ Ηλ 1111 Ὀρέστου Στροφίος ἀγγεῖλαι πέρι
    • απόλ.
    • ΠΛ Θεαιτ 144b εὖ ἀγγέλλεις
    • Β.ΜΕΣΟ αναγγέλλω τον εαυτό μου
    • μόνο ενεστ.
    • ΣΟΦ Αι 1376 Τεύκρῳ ἀγγέλλομαι εἶναι φίλος
    • Γ.ΠΑΘΗΤΙΚΟ αναγγέλλομαι
    • με απρφ.
    • ΘΟΥΚ 8.94.1 ἀγγέλλονται αἱ δύο καὶ τεσσαράκοντα νῆες καὶ ὁ Ἀγησανδρίδας ἀπὸ τῶν Μεγάρων τὴν Σαλαμῖνα παραπλεῖν
    • με ειδική πρόταση
    • ΞΕΝ Ελλ 1.1.27 ἠγγέλθη τοῖς τῶν Συρακουσίων στρατηγοῖς οἴκοθεν ὅτι φεύγοιεν
    • ΞΕΝ Ελλ 4.3.10 ἠγγέλθη ὅτι ἡττημένοι εἶεν Λακεδαιμόνιοι
    • με μτχ.
    • ΣΟΦ Τραχ 73 ποῦ δῆτα νῦν ζῶν ἢ θανὼν ἀγγέλλεται;
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΓΓΕΛΟΣ >
    • Από: ἀγγέλ-jω.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ10
    • επικ., ιων. μέλλ. ἀγγελέω
    • ἀγγέλλω, ἤγγελλον, ἀγγελῶ, ἤγγειλα, ἤγγελκα, ἠγγέλκειν
    • ἀγγέλλομαι, ἠγγελλόμην, -, ἠγγειλάμην, ἤγγελμαι, ἠγγέλμην
    • παθ. μέλλ. ἀγγελθήσομαι, παθ. αόρ. ἠγγέλθην
    • <μτγν. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ αόρ. β' ἤγγελον>, <μτγν. παθ. αόρ. β' ἠγγέλην>, <ΜΕΣΟ μέλλ. μόνο σε σύνθ. και μτγν. ἀγελλήσομαι>
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἀγγελία, ἄγγελμα 'μήνυμα, παραγγελία, είδηση', ἄγγελος 'αγγελιοφόρος', ἀγγελτήρ (θηλ. ἀγγέλτρια ή ἀγγέλτειρα), ἀγγελιώτης (θηλ. ἀγγελιῶτις) 'αγγελιοφόρος', αὐτάγγελος, εὐαγγέλιον 'αμοιβή για κάποια καλή αγγελία που δίνεται σε αυτόν που την μεταφέρει', ἐπαγγελία 'διαταγή, δημόσια καταγγελία, υπόσχεση', ἐπάγγελμα 'αγγελία, υπόσχεση, διαταγή', εἰσαγγελεύς 'αυτός που εισάγει τους προσερχόμενους και τους παρουσιάζει στο βασιλιά', εἰσαγγελία 'αγγελία, δημόσια κατηγορία', ἀναγγελία, παραγγελία
      • ρήματα: εὐαγγελέω, εὐαγγελίζομαι 'μεταφέρω ευχάριστες ειδήσεις', ἐπαγγέλλω, ἀναγγέλλω 'επανέρχομαι φέρνοντας αγγελία', εἰσαγγέλλω, ἐξαγγέλλω, παραγγέλλω
      • επίθετα: ἀγγελιαφόρος, ἀγγελικός, ψευδάγγελος, εὐάγγελος, εἰσαγγελτικός
      • επιρρήματα: ἀγγελικῶς
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. ἀγγελίη, ἀγγελιηφόρος
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἀγγελάρχης 'αρχάγγελος', ἀγγελίαρχος 'αρχάγγελος', ἀγγελιαφορία, ἀγγελίδες, ἀγγελιότης 'η φύση του αγγέλου', ἀγγελοείδεια 'η ομοιότητα προς άγγελο', ἀγγελοθεσία 'η θέση του αγγέλου', ἀγγελοπρέπεια, ἀγγελωνυμία 'το να φέρει κανείς το όνομα των αγγέλων', ψευδαγγελία, εὐαγγελιστής (θηλ. εὐαγγελίστρια), κακαγγελία, καταγγελία, καταγγελεύς, κατάγγελος, ἀπαγγελτήρ, ἐπαγγελτήρ, καταγγέλτης, ἐπαγγελτής 'αυτός που υπόσχεται', προσαγγελία, προσαγγελέας, εἰσαγγελέας, ἐξαγγελεύς, ἐξαγγελία, ἐξάγγελος, διαγγελεύς, διαγγελία, διάγγελμα, διάγγελος, διαγγελτήρ, παράγγελμα, προαγγελία, προάγγελμα, προάγγελος, προάγγελσις
      • ρήματα: ἀγγελιαφορέω 'φέρνω αγγελία', ψευδαγγελέω, κακαγγελέω, καταγγέλλω, προαπαγγέλλω, προεξαγγέλλω, προεπαγγέλλω, προκαταγγέλλω, προπαραγγέλλω, προσαπογγέλλω, συμπαραγγέλλω, προσαγγέλλω, διαγγέλλω, περιαγγέλλω, προαγγέλλω
      • επίθετα: ἀγγελόβιος, ἀγγελοειδής, ἀγγελοκόμιστος, ἀγγελομαρτύρητος, ἀγγελομίμητος, ἀγγελόμορφος, ἀγγελοπλήρωτος, ἀγγελόπλοκος, ἀγγελοπρεπής, ἀγγελοΰμνητος, ἀγγελτικός, ἐπαγγελτικός, αὐτάγγελτος 'αυτός που αγγέλλεται από μόνος του', εὐαγγελικός, εὐαγγέλιος, κακάγγελος, καταγγελτικός, κατάγγελτος, αὐτεπάγγελτος, ἐπαγγελτικός, ἀνάγγελος 'χωρίς αγγελιοφόρο να αναγγείλει', ἀνάγγελτος 'αυτός που δεν αναγγέλλεται, απόρρητος', ἐξαγγελτικός, διαγγελτικός, παραγγελματικός, παραγγελτικός, περιάγγελτος, προαγγελτικός
      • επιρρήματα: ἀγγελομιμήτως, ἀγγελοπρεπῶς, εὐαγγελικῶς, ἐπαγγελτικῶς, παραγγελματικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • αγγελικότης, αγγελιογράφος, αγγελιοδότης, αγγελιοδόχος, αγγελίσκος 'αγγελάκι', αγγελισμός, αγγελοειδώς, αγγελόκαρδος, αγγελόκρουστος, αγγελολάλητος, αγγελολατρεία, αγγελολογία, αγγελομανία 'το να θέλει κανείς να μεταμορφωθεί από άνθρωπος σε άγγελο', αγγελόμορφος, αγγελομορφωμένος, αγγελόπλαστη, αγγελόπνευστος, αγγελοποίησις, αγγελοφάνεια, αγγελόψυχος, αγγελτήριος
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ