Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • τιμή
    • ουσιαστικό
    • -ῆς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. εκτίμηση, σεβασμός, αξιοπρέπεια, εκδήλωση τιμής και σεβασμού |τιμητική προσφορά, δώρο |με γεν. |με δοτ. προσ. |φρ. τιμὴν ή τιμὰς νέμειν, ἀπονέμειν, ὀπάζειν, πορεῖν, διδόναι, ἀποδιδόναι, φέρεσθαι, προσάπτειν, περιάπτειν |φρ. τιμῆς λαγχάνειν, τυγχάνειν |φρ. ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι, ἔχειν, ἄγειν, ἄγεσθαι, τίθεσθαι |φρ. τιμῆς ἕνεκα |φρ. ἄξιος τιμῆς Β. 1. αξίωμα, τιμητική θέση, εξουσία, ἀρχοντες |τα δικαιώματα, τα προνόμια 2. η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων, το υπέρτατο αξίωμά τους Γ. αξία, κόστος, αντίτιμο, υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση, πρόστιμο και κατανομή φόρου)

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. εκτίμηση, σεβασμός, αξιοπρέπεια, εκδήλωση τιμής και σεβασμού
    • ΟΜ Ιλ 24.57 εἰ δὴ ὁμὴν Ἀχιλῆϊ καὶ Ἕκτορι θήσετε τιμήν { την ίδια τιμή στον Αχιλλέα και στον Έκτορα }
    • ΘΟΥΚ 1.144.3 ἔκ τε τῶν μεγίστων κινδύνων...μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται
    • ΔΗΜ 18.316 ὅσοι τι μετ' εὐνοίας πράττουσι, τῆς παρὰ τούτων τιμῆς καὶ φιλανθρωπίας μετεῖναι;
    • ΠΛ Πολ 503d μήτε παιδείας τῆς ἀκριβεστάτης δεῖν αὐτῷ μεταδιδόναι μήτε τιμῆς μήτε ἀρχῆς
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1361a τιμὴ δ΄ ἐστὶν μὲν σημεῖον εὐεργετικῆς εὐδοξίας { τιμές απονέμονται σε κείνους που πιστεύεται ότι μπορούν να κάνουν το καλό }
    • τιμητική προσφορά, δώρο
    • ΗΡ 1.118 μέλλω θύειν τοῖσι θεῶν τιμὴ αὕτη πρόσκειται
    • ΠΛ Πολ 361c ἔσονται αὐτῷ τιμαὶ καὶ δωρεαὶ δοκοῦντι τοιούτῳ εἶναι { θα έχει τις τιμές και τις διακρίσεις κάθε ανθρώπου ο οποίος λογίζεται ως τέτοιος }
    • ΠΛ Νομ 696a ἰδιωτείᾳ καὶ βασιλείᾳ διαφέρουσαν οὐδ΄ ἡντινοῦν τιμὴν καὶ τροφὴν νέμετε
    • με γεν.
    • ΑΙΣΧ Αγ 637 χωρὶς ἡ τιμὴ θεῶν { χωριστά οι τιμές προς τους θεούς }
    • με δοτ. προσ.
    • ΠΛ Πολ 361c ἔσονται αὐτῷ τιμαὶ καὶ δωρεαὶ δοκοῦντι τοιούτῳ εἶναι { θα έχει τις τιμές και τις διακρίσεις κάθε ανθρώπου ο οποίος λογίζεται ως τέτοιος }
    • φρ. τιμὴν ή τιμὰς νέμειν, ἀπονέμειν, ὀπάζειν, πορεῖν, διδόναι, ἀποδιδόναι, φέρεσθαι, προσάπτειν, περιάπτειν
    • ΣΟΦ Αι 1351 εὖ λέγουσι τοῖς φίλοις τιμὰς νέμειν
    • ΠΛ Φαιδ 113d τῶν τε εὐεργεσιῶν τιμὰς φέρονται κατὰ τὴν ἀξίαν ἕκαστος
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1123b τῆς ἀρετῆς γὰρ ἆθλον ἡ τιμή͵ καὶ ἀπονέμεται τοῖς ἀγαθοῖς
    • φρ. τιμῆς λαγχάνειν, τυγχάνειν
    • ΣΟΦ Ηλ 364 τῆς σῆς δ΄ οὐκ ἐρῶ τιμῆς τυχεῖν
    • ΔΕΙΝ 2.17 ἡγούμενοι τὸν τιμὴν λαμβάνοντα τῶν ἐν τῷ δήμῳ ῥηθήσεσθαι μελλόντων λόγων
    • φρ. ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι, ἔχειν, ἄγειν, ἄγεσθαι, τίθεσθαι
    • ΗΡ 2.83 τό γε μάλιστα ἐν τιμῇ ἄγονται πάντων τῶν μαντηίων
    • ΠΛ Πολ 538e ἃ μάλιστα ἦγεν ἐν τιμῇ
    • ΠΛ Πολ 365a ὡς ἄνθρωποι καὶ θεοὶ περὶ αὐτὰ ἔχουσι τιμῆς
    • ΠΛ Αλκ1 121e ταῦτα δρῶντες ἐν μεγάλῃ τιμῇ εἰσιν
    • φρ. τιμῆς ἕνεκα
    • ΙΣΟΚΡ 15.217 ἐγὼ μὲν οὖν ἡδονῆς ἢ κέρδους ἢ τιμῆς ἕνεκά φημι πάντας πάντα πράττειν
    • φρ. ἄξιος τιμῆς
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1123b οὐκ εἴη δ΄ ἂν οὐδὲ τιμῆς ἄξιος φαῦλος ὤν
    • ΣΟΦ Αντ 699 οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιμῆς λαχεῖν;
    • Β.
    • 1. αξίωμα, τιμητική θέση, εξουσία, ἀρχοντες
    • ΘΟΥΚ 1.132.1 ἄνδρα γένους τε τοῦ βασιλείου ὄντα καὶ ἐν τῷ παρόντι τιμὴν ἔχοντα
    • ΙΣΟΚΡ 2.16 ἀλλὰ σκοπῇς ὅπως οἱ βέλτιστοι μὲν τὰς τιμὰς ἕξουσιν
    • ΔΗΜ 18.203 ἀλλ΄ ἀγωνιζομένη περὶ πρωτείων καὶ τιμῆς καὶ δόξης
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1281a τιμὰς γὰρ λέγομεν εἶναι τὰς ἀρχάς
    • τα δικαιώματα, τα προνόμια
    • ΙΣΟΚΡ 7.55 τοὺς δὲ πρεσβυτέρους τῶν ἀθυμιῶν ταῖς τιμαῖς ταῖς πολιτικαῖς καὶ ταῖς παρὰ τῶν νεωτέρων θεραπείαις
    • ΔΗΜ 20.67 τῶν δὲ πολιτῶν μηδέν΄ ἄξιον δοκοίην ἔχειν δεῖξαι τῶν εὑρημένων ταύτην τὴν τιμήν
    • ΑΙΣΧΙΝ 3.183 τὸν δῆμον ᾔτησαν δωρεὰν καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ δῆμος τιμὰς μεγάλας͵ ὡς τότ΄ ἐδόκει͵ τρεῖς λιθίνους Ἑρμᾶς στῆσαι ἐν τῇ στοᾷ τῇ τῶν Ἑρμῶν
    • ΑΙΣΧ Ευμ 227 τιμὰς σὺ μὴ ξύντεμνε τὰς ἐμὰς λόγῳ { μην πας να μειώσεις τις τιμές μου με τα λόγια σου }
    • 2. η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων, το υπέρτατο αξίωμά τους
    • ΗΣ Θεογ 462 ἵνα μή τις ἀγαυῶν Οὐρανιώνων ἄλλος ἐν ἀθανάτοισιν ἔχοι βασιληίδα τιμήν
    • ΣΟΦ Αντ 745 οὐ γὰρ σέβεις͵ τιμάς γε τὰς θεῶν πατῶν
    • Γ. αξία, κόστος, αντίτιμο, υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση, πρόστιμο και κατανομή φόρου)
    • ΑΙΣΧ Περ 166 μήτε χρημάτων ἀνάνδρων πλῆθος ἐν τιμῇ σέβειν { δεν έχουν αξία τα πλούτη δίχως άνδρες }
    • ΞΕΝ Ελλ 5.2.10 τοὺς δὲ τὰ ἐκείνων πριαμένους ἐκ δημοσίου τὴν τιμὴν ἀπολαβεῖν
    • ΔΗΜ 19.137 ἔγνω τὴν τιμὴν οὐχὶ τῷ κυρίῳ τῶν πραγμάτων δεδωκώς (=είχε δώσει το αντίτιμο)
    • ΠΛ Πολ 371e οἳ δὴ πωλοῦντες τὴν τῆς ἰσχύος χρείαν, τὴν τιμὴν ταύτην μισθὸν καλοῦντες { ...το αντίτιμο αυτό το ονομάζουν μισθό }
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1391a ὁ δὲ πλοῦτος οἷον τιμή τις τῆς ἀξίας τῶν ἄλλων { το χρήμα είναι το μέσον με το οποίο εκτιμώνται όλα τα άλλα πράγματα }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΤΙΩ >
    • Από: τι- + -μή.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο3
    • δωρ. τιμά
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: τιμοκρατία, τιμοῦχος 'αυτός που κατέχει αξίωμα', ἀτιμία, ἀτιμαστήρ, ἀτίμωσις, τιμιότης, τίμημα, τίμησις, τιμητής, ἐπιτίμησις, τῖμος 'τιμή, πληρωμή', τιμωρία 'βοήθεια, εκδίκηση, τιμωρία', τιμώρησις, τιμωρητής, πρόστιμον
      • ρήματα: ἀτιμάω-ῶ, ἀτιμάζω, ἀτιμόω-ῶ, τιμάω-ῶ, ἀποτιμάω-ῶ 'περιφρονώ', ἐκτιμάω-ῶ, ἐντιμάω-ῶ 'αποτιμώ, καθορίζω την τιμή κάποιου πράγματος', ἐπιτιμάω-ῶ, προτιμάω-ῶ, ὑποτιμάω-ῶ 'κάνω μια εκτίμηση', τιμητεύω 'είμαι τιμητής', τιμωρέω-ῶ, ανατιμάω-ῶ, προστιμάω-ῶ 'επιβάλλω ποινή'
      • επίθετα: τίμιος 'αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές', τιμαλφής, ἀξιότιμος, ἔντιμος, ἐρίτιμος, ὁμότιμος, φιλότιμος, ἄτιμος, τιμητός, ἀτίμητος, τιμωρός, τιμητικός, τιμωρητέος, τιμωρητικός
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. τιμά, αρκαδ. τιμασία
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: τιμητεία, τιμητήρ, τιμώρημα, τιμιουλκός, ἀντιτιμώρησις
      • ρήματα: τιμιουλκέω-ῶ 'ανεβάζω την τιμή ενός πράγματος'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %τιμ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • τιμαλφήματα, τιμαλφόλιθος, τιμοκατάλογος, τιμολόγιον, ανατίμησις, ανατιμητικός, τιμολογέω-ώ, προστιμόω-ώ, τιμηματικός, τιμόγυνος 'ο ευγενικός με τις γυναίκες', αξιοτιμώρητος
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %τιμ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %τιμ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Χίος τίμηση 'το μισό του εισοδήματος', τιμησιά 'συμβόλαιο σύμφωνα με τους όρους του οποίου ο ενοικιαστής ενός αγρού δίνει στον ιδιοκτήτη τη μισή σοδειά', Πόντ. τιμητäκός 'τιμητικός, τιμώμενος'
      • Η λέξη τιμάριον και όλες οι παραγόμενες από αυτήν, όπως για παράδειγμα οι τιμαριούχος, τιμαριωτικός κ.ά., δεν πρέπει να συσχετίζονται με την οικογένεια λέξεων του τιμῶ, γιατί η λέξη τιμάριον έχει περσική προέλευση.