Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • σκεδάννυμι
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω, διαχέω, διαλύω Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι, διαδίδομαι, διαχέομαι

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω, διαχέω, διαλύω
    • ΟΜ Ιλ 20.341 Ἀχιλῆος ἀπ΄ ὀφθαλμῶν σκέδασ΄ ἀχλὺν θεσπεσίην
    • ΣΟΦ Τραχ 989 μὴ σκεδάσαι τῷδ΄ ἀπὸ κρατὸς βλεφάρων θ΄ ὕπνον
    • ΟΜ Οδ 8.149 σκέδασον δ΄ ἀπὸ κήδεα θυμοῦ { διώξε τις έγνοιες πού'χεις }
    • ΘΕΟΓΝ ελεγ 2.1323 σκέδασον δὲ μερίμνας θυμοβόρους { σκόρπισε φροντίδες που καταστρέφουν την ψυχή }
    • Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι, διαδίδομαι, διαχέομαι
    • ΠΛ Πρωτ 322b ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 3.5.2 τῶν ἐσκεδασμένων ἐν τῷ πεδίῳ καθ΄ ἁρπαγήν
    • ΘΟΥΚ 4.56.1 τὸν μὲν ὄχλον τῶν ψιλῶν ἐσκεδασμένον ἐφόβησεν ἐπιδρομῇ
    • ΗΡ 4.14 ἐσκεδασμένου δὲ ἤδη τοῦ λόγου ἀνὰ τὴν πόλιν { όταν διαδόθηκε ο λόγος στην πόλη }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΣΚΙΔΝΗΜΙ >
    • Από: σκεδάννυμι < σκεδάσ-νυ-μι < σκεδάσ- (από τον αόρ. του σκίδνημι ἐ-σκέδασ-α) + ενεστ. επίθημα -νυ- + -μι.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ15
    • σκεδάννυμι και σκεδάω-σκίδνημι, ἐσκεδάννυν, σκεδάσω-σκεδῶ, ἐσκέδασα
    • σκεδάννυμαι, ἐσκεδαννύμην, ἐσκεδασάμην, πρκ. ἐσκέδασμαι, ἐσκεδάσμην
    • παθ. μέλλ. σκεδασθήσομαι, παθ. αόρ. ἐσκεδάσθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: σκέδασις
      • ρήματα: ἀνασκεδάννυμι 'διασκορπίζω', ἀποσκεδάννυμι 'διασκορπίζω μακριά', διασκεδάννυμι 'διασκορπίζω, διασπείρω, διαλύω', ἐκσκεδάννυμι 'διασκορπίζω στον άνεμο', ἐπισκεδάννυμι 'διασκορπίζω, επιρραντίζω', κατασκεδάννυμι 'διασκορπίζω, χύνω κάτι πάνω σε κάποιον', συσκεδάννυμι 'διασκορπίζω μαζί'
      • επίθετα: σκεδαστός
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: σκεδασμός, σκεδαστής, διασκέδασις, διασκεδασμός 'διασκορπισμός, διασπορά', διασκεδαστής 'αυτός που διασκορπίζει'
      • ρήματα: σκεδάζω, σκεδάω, ἐνσκεδάννυμι, προσκεδάννυμι, ὑποσκεδάννυμι
      • επίθετα: σκεδαστικός, ἀδιασκέδαστος, ἀσκέδαστος, διασκεδαστικός 'κατάλληλος για διασπορά, χωνευτικός', εὐδιασκέδαστος, εὐσκέδαστος
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • διασκέδασις, διασκεδαστήριον, διασκεδαστικότης, διασκεδαστικῶς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ