Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • λανθάνω και λήθω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ., παραμένω άγνωστος, μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) |με αιτ. προσ. |με αιτ. και απρφ. |με μτχ., που αποδίδεται με ρ. και το ρ. με επίρρημα κρυφά, μυστικά, απαρατήρητα |απόλ. |με αναφ. πρότ. Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. κρατώ κτ. κρυμμένο από τον εαυτό μου, λησμονώ |με γεν. |κυρίως στον αόρ. β' 2. λησμονώ από πρόθεση, παραμελώ, παραλείπω, παρέρχομαι

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ., παραμένω άγνωστος, μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση)
    • με αιτ. προσ.
    • ΘΟΥΚ 3.96.3 τοὺς δὲ Αἰτωλοὺς οὐκ ἐλάνθανεν αὕτη ἡ παρασκευή
    • ΙΣΟΚΡ 7.9 εἰς τοῦτο δ᾽ ἀναισθησίας ἥκειν ὥστε λανθάνειν ὑμᾶς εἰς ὅσην ταραχὴν ἡ πόλις καθέστηκεν
    • ΞΕΝ Απομν 3.5.24 οὐ λανθάνεις με…ὅτι οὐδ΄ οἰόμενός με τούτων ἐπιμελεῖσθαι ταῦτα λέγεις
    • με αιτ. και απρφ.
    • ΠΙΝΔ Πυθ 5.23 τῷ σε μὴ λαθέτω Κυράνας γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον Ἀφροδίτας ἀειδόμενον, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν
    • με μτχ., που αποδίδεται με ρ. και το ρ. με επίρρημα κρυφά, μυστικά, απαρατήρητα
    • ΣΟΦ Αντ 9 ἤ σε λανθάνει πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα τῶν ἐχθρῶν κακά;
    • ΘΟΥΚ 8.10.1 παρεσκευάζοντο εὐθὺς ὅπως μὴ λήσουσιν αὐτοὺς αἱ νῆες ἐκ τῶν Κεγχρειῶν ἀφορμηθεῖσαι { άρχισαν αμέσως να παίρνουν τα μέτρα τους για να μην ξεκινήσουν τα καράβια από τις Κεχρειές χωρίς να το καταλάβουν }
    • απόλ.
    • ΙΣΟΚΡ 2.30 λάνθανε μὲν͵ ἢν ἐπί τῳ σοι συμβῇ τῶν φαύλων χαίρειν { να ξεφεύγεις την προσοχή των άλλων, αν σου συμβεί να χαίρεσαι για κάτι από τα μηδαμινά πράγματα }
    • ΗΡ 9.47 ὁ Παυσανίης͵ γνοὺς ὅτι οὐ λανθάνει͵ ὀπίσω ἦγε τοὺς Σπαρτιήτας ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας
    • ΞΕΝ Απομν 4.4.21 νόμους ἔνιοι παραβαίνοντες διαφεύγουσι τὸ δίκην διδόναι͵ οἱ μὲν λανθάνοντες͵ οἱ δὲ βιαζόμενοι
    • με αναφ. πρότ.
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 465 οὔκουν μ΄ ἐν Ἄργει γ΄ οἷα πράττεις λανθάνει
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1379b ὧν γὰρ φροντίζομεν οὐ λανθάνει
    • Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ
    • 1. κρατώ κτ. κρυμμένο από τον εαυτό μου, λησμονώ
    • με γεν.
    • ΟΜ Οδ 12.227 Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης ἀλεγεινῆς λανθανόμην
    • κυρίως στον αόρ. β'
    • ΟΜ Ιλ 10.243 πῶς ἂν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο λαθοίμην;
    • ΗΣ Εργ 264 σκολιέων δὲ δικέων ἐπὶ πάγχυ λάθεσθε
    • ΑΙΣΧ Ικ 731 ἀλκῆς λαθέσθαι τῆσδε μηδαμῶς ποτε
    • 2. λησμονώ από πρόθεση, παραμελώ, παραλείπω, παρέρχομαι
    • ΟΜ Ιλ 9.537 ἤ λάθετ' ἤ οὐκ ἐνόησεν
    • ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.1 Διὸς τέκος, οὔποτε σεῖο λήσομαι ἀρχόμενος οὐδ᾽ ἀποπαυόμενος
    • ΠΛ Αλκ2 138b δοκεῖ σοι πολλῆς προμηθείας γε προσδεῖσθαι, ὅπως μὴ λήσεται αὑτὸν εὐχόμενος μεγάλα κακά
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΛΑΝΘΑΝΩ >
    • Από: λα- (με -α- μακρό) + επίθ. -dh- > λα-θ, απ' όπου οι τύποι ἔ-λα-θ-ον και λή-θ-ω.
    • Πβ. λατ. lateo (=λανθάνω).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • λανθάνω και λήθω, ἐλάνθανον, λήσω, ἔλαθον, λέληθα, ἐλελήθειν
    • λανθάνομαι και λήθομαι, (σύνθ. -λανθανόμην), λήσομαι, ἐλησάμην, ἐλαθόμην, λέλησμαι, (σύνθ. -ελελήσμην), λελήσομαι
    • παθ. αόρ. ἐλήσθην, παθ. πρκ. λέληθα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: λαθρόνυμφος, λᾶθος 'κάτι το ξεχασμένο', λήθη, λῆστις 'λήθη', λησμοσύνη, ἀλήθεια, ἀληθοσύνη, ἀληθευτής, ἀλήθευσις
      • ρήματα: ἀληθεύω 'λέω την αλήθεια'
      • επίθετα: λαθραῖος, λαθητικός 'αυτός που εύκολα ξεφεύγει της προσοχής', ληθαῖος 'αυτός που προκαλεί λήθη', λήθαργος 'αυτός που προκαλεί λήθη, αυτός που ξεχνά', λήσμων 'ξεχασιάρης', λησίμβροτος 'αυτός που ξεγελά τους θνητούς', λαθίπονος 'αυτός που ξεχνά τους κόπους', ἀληθής, ἀληθευτικός, ἀληθινός, ἐπιλήσμων
      • επιρρήματα: λάθρᾳ
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. ἀλαθεία, δωρ. ἀλαθής
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: λησμονή, λαθρογαμία, λαθροφαγία, λαθροφόνος, ληθώ 'λήθη'
      • ρήματα: λησμονάω-ῶ, ληθαργέω-ῶ, λαθροφθορέω-ῶ
      • επίθετα: λάθριος, λαθρόδακνος, λαθροφάγος, ληθαῖος 'ξεχασιάρης', ληθαργικός, ληθοποιός 'αυτός που προκαλεί λήθη'
      • επιρρήματα: λαθραίως, λάθρα
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • λανθάνιο 'χημικό στοιχείο', λαθοτυπία, λαθρεμπορείον, λαθρεμπορεύματα, λαθρεμπορία, λαθρεμπόριον, λαθρεμποριοδιώκτης, λαθρέμπορος, λαθροανασκαφή, λαθροθήρας, λαθροκαπνοκόπτης, λαθροϋλοτόμος, λαθροχειρία 'κλοπή, αφαίρεση ενός πράγματος, χωρίς να γίνει η ενέργεια αντιληπτή', λαθρωρύκτης, αναλήθεια, λαθρεμπορεύομαι, λαθρογραφέω-ώ, λαθροβιόω-ώ, λαθρεμπορεύσιμος, λαθρεμπορικός, λαθρόβιος, λαθρεμπορικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Θρακ. λαθρεύω 'δραπετεύω', Χίος Κρ. Μεγίστη αληθεύγω, Κύπ. αληθεύκω, Τσακων. αληθέγγου, Καλ. Καππ. (α)λτ᾽ινό 'αληθινό'