Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • κρείσσων
    • επίθετο
    • συγκρ. του ἀγαθός
    • -ων, -ον
    • κρεισσόνως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. (ως συγκρ. του κρατύς) ο ισχυρότερος, ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη), αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη, αυτός που υπερισχύει, που νικά Β. (ως συγκρ. του ἀγαθός) ο καλύτερος, ο ανώτερος, ιδίως ως προς τη θέση, την αξία |είμαι καλύτερος, ανώτερος, καταλληλότερος στο να πράξω κτ. |με απρφ. |ως ουσ. οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες, οι θείες δυνάμεις |τά κρείσσω=τα θεία |τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα |φρ. κρεῖσσον ἐστι με απρφ.=είναι καλύτερο, προτιμότερο να...=κρείσσων εἰμί με μτχ. |φρ. κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ. αυτός που υπερβάλλει, που υπερτερεί, που βρίσκεται πάνω από κπ. ή από κτ. Δ. αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ., ο εγκρατής |αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ. |φρ. κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε. ο ανώτερος, ο εξοχότερος |με ηθική σημασία |φρ. ὁ κρείττων λόγος (αντ. ὁ ἥσσων)=ο ηθικά ανώτερος λόγος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. (ως συγκρ. του κρατύς) ο ισχυρότερος, ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη), αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη, αυτός που υπερισχύει, που νικά
    • ΑΙΣΧ Ικ 760 ἀλλ΄ ἔστι φήμη κρείσσονας λύκους κυνῶν εἶναι
    • ΞΕΝ Ιππ 6.3.4 κρείττων ὁ ἵππος ἀνθρώπου
    • ΘΟΥΚ 3.48.2 ὅστις γὰρ εὖ βουλεύεται πρὸς τοὺς ἐναντίους κρείσσων ἐστὶν ἢ μετ΄ ἔργων ἰσχύος ἀνοίᾳ ἐπιών
    • Β. (ως συγκρ. του ἀγαθός) ο καλύτερος, ο ανώτερος, ιδίως ως προς τη θέση, την αξία
    • ΗΡ 3.52 ὁκοῖόν τι ἐς τοὺς τοκέας καὶ ἐς τοὺς κρέσσονας τεθυμῶσθαι { τι σημαίνει να οργίζεται κανείς με τους γονείς του και με τους ισχυροτέρους του }
    • ΘΟΥΚ 3.37.3 χείροσι νόμοις ἀκινήτοις χρωμένη πόλις κρείσσων ἐστὶν ἢ καλῶς ἔχουσιν ἀκύροις
    • είμαι καλύτερος, ανώτερος, καταλληλότερος στο να πράξω κτ.
    • με απρφ.
    • ΠΛ Πολιτ 268b οὐκ ἄλλος κρείττων παραμυθεῖσθαι καὶ κηλῶν πραΰνειν { κανείς άλλος (από το βοσκό) δεν είναι πιο κατάλληλος στο να παρηγορήσει τα ζώα και σαγηνεύοντάς τα να τα ημερεύσει }
    • ως ουσ. οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες, οι θείες δυνάμεις
    • ΠΛ Σοφιστ 216b τάχ΄ οὖν ἂν καὶ σοί τις οὗτος τῶν κρειττόνων συνέποιτο͵ φαύλους ἡμᾶς ὄντας ἐν τοῖς λόγοις ἐποψόμενός τε καὶ ἐλέγξων͵ θεὸς ὤν τις ἐλεγκτικός
    • τά κρείσσω=τα θεία
    • ΕΥΡ Ιων 973 πῶς τὰ κρείσσω θνητὸς οὖσ΄ ὑπερδράμω; { εγώ η θνητή με τους θεούς πώς να τα βάλω; }
    • τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα
    • ΘΟΥΚ 4.10.2 μὴ...τὰ ὑπάρχοντα ἡμῖν κρείσσω καταπροδοῦναι { και να μην προδώσουμε όσα πλεονεκτήματα έχουμε }
    • φρ. κρεῖσσον ἐστι με απρφ.=είναι καλύτερο, προτιμότερο να...=κρείσσων εἰμί με μτχ.
    • ΗΡ 3.52 σὺ δὲ μαθὼν ὅσῳ φθονέεσθαι κρέσσον ἐστὶ ἢ οἰκτίρεσθαι { κατάλαβε λοιπόν πόσο καλύτερο είναι να σε ζηλεύουν παρά να σε λυπούνται }
    • φρ. κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου
    • ΑΙΣΧ Πρ 903 { ας μη ρίξει πάνω μου ο έρωτας το αφεύγατο βλέμμα κάποιου θεού }
    • Γ. αυτός που υπερβάλλει, που υπερτερεί, που βρίσκεται πάνω από κπ. ή από κτ.
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Σφ 232 νυνὶ δὲ κρείττων ἐστί σου Χαρινάδης βαδίζειν
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.6.3 ὁ δὲ νῦν βασιλεὺς εἰς θήραν αὐτὸν παρακαλέσας καὶ ἀνεὶς αὐτῷ θηρᾶν ἀνὰ κράτος͵ ὡς πολὺ κρείττων αὐτοῦ ἱππεὺς ἡγούμενος εἶναι
    • ΕΥΡ Ικ 844 εἶδον γὰρ αὐτῶν κρείσσον΄ ἢ λέξαι λόγῳ τολμήματα { γιατί είδα τα τολμηρά τους έργα να είναι ανώτερα από το να τα περιγράψεις με λόγια }
    • Δ. αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ., ο εγκρατής
    • ΘΟΥΚ 2.60.5 φιλόπολίς τε καὶ χρημάτων κρείσσων
    • ΠΛ Φαιδρ 232a τοὺς δὲ μὴ ἐρῶντας͵ κρείττους αὑτῶν ὄντας { όσοι δεν αγαπούν είναι κύριοι του εαυτού τους }
    • αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ.
    • ΘΟΥΚ 3.83.2 κρείσσους δὲ ὄντες ἅπαντες λογισμῷ ἐς τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου { καταλήγοντας έπειτα από σκέψη στην απόλυτη πεποίθηση ότι καμιά ελπίδα δεν υπάρχει για κάτι βέβαιο }
    • φρ. κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1316a.8 ὡς τῆς φύσεώς ποτε φυούσης φαύλους καὶ κρείττους τῆς παιδείας
    • Ε. ο ανώτερος, ο εξοχότερος
    • με ηθική σημασία
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Σφ 1470 τί γὰρ ἐκεῖνος ἀντιλέγων/ οὐ κρείττων ἦν͵ βουλόμενος/ τὸν φύσαντα σεμνοτέροις/ κατακοσμῆσαι πράγμασιν;
    • ΞΕΝ Συμπ 8.12 πολὺ κρείττων ἐστὶν ὁ τῆς ψυχῆς ἢ ὁ τοῦ σώματος ἔρως
    • φρ. ὁ κρείττων λόγος (αντ. ὁ ἥσσων)=ο ηθικά ανώτερος λόγος
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 112 εἶναι παρ΄ αὐτοῖς φασὶν ἄμφω τὼ λόγω͵ τὸν κρείττονα...καὶ τὸν ἥττονα
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο
    • ΑΝΤΙΦ 4.4.6 ὡς δὲ οὐδὲ κρεισσόνως͵ ἀλλὰ πολὺ ὑποδεεστέρως ὧν ἔπασχεν ἠμύνετο͵ διδάξω { τώρα θα σας αποδείξω ότι δεν αμύνθηκε ο κατηγορούμενος με καλύτερο τρόπο, αλλά με πολύ κατώτερα μέσα από εκείνα με τα οποία χτυπήθηκε }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΚΡΑΤΟΣ >
    • Από: ιων. *κρε-τ-y-ων (πβ. αιολ. κρέτος για το κράτος) > ιων. κρέσσων > κρείσσων.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε16α
    • αττ. κρείττων, ιων. κρέσσων, δωρ. κάρρων
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: κράτος, κραταιΐς 'υπερβάλλουσα δύναμη, βάρος', ἀκράτεια 'έλλειψη δύναμης', ἐγκράτεια, αὐτοκράτωρ, ἐπικράτησις, ἰσοκρατία, δημοκρατία, ἀριστοκρατία
      • ρήματα: κρατέω, κρατύνω 'ενισχύω, δυναμώνω', ἀκρατεύομαι 'είμαι ακρατής, δεν είμαι κύριος των επιθυμιών μου', ἐγκρατεύομαι, ἐπικρατέω, δημοκρατέομαι, ἀριστοκρατέομαι
      • επίθετα: κραταιός 'ισχυρός, δυνατός', κρατερός 'ισχυρός, δυνατός, σκληρός', κρατητικός 'ο ικανός να εξουσιάζει', κρατύς, κρεισσότεκνος 'ο πιο αγαπητός από τα παιδιά', ἀκρατής 'ανίσχυρος, ἀδύναμος', ἀκρατευτικός 'αυτός που προέρχεται από ακράτεια', ἐγκρατής 'αυτός που έχει εξουσία', αὐτοκρατής 'ο απόλυτος κυρίαρχος', ἐπικρατής, ἰσοκρατής, πολυκρατής, ὠμοκρατής, δημοκρατικός, ἀριστοκρατικός, κραταίβολος 'αυτός που βάλλεται με δύναμη', κραταιγύαλος 'αυτός που έχει σταθερά προσαρμοσμένα ελάσματα', κραταίλεως 'βραχώδης', κραταίπεδος 'αυτός που έχει σκληρό έδαφος', κραταίπους 'αυτός που έχει δυνατά πόδια'
      • επιρρήματα: κρεισσόνως, κρατερῶς, κάρτα, ἀκρατῶς, ἐγκρατῶς, ἐπικρατέως, ἀριστοκρατικῶς
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • αττ. κρείττων, ιων. κρέσσων, δωρ. κάρρων, αιολ. κρέτος 'κράτος'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: κρείττωσις 'αρρώστια των αμπελιών', αὐτοκρατορία, ἀριστοκράτης, δουλοκρατία, κράτησις, κράτημα, κρατητής 'αυτός που βαστάζει ή αυτός που κατέχει κάτι', κραταιότης 'η ιδιότητα του δυνατού'
      • ρήματα: κρεισσόω, κρεισσονεύω 'είμαι καλύτερος', κρειττόομαι 'πάσχω από την αρρώστια της κρειττώσεως', κραταιόω, ἐγκρατέω, αὐτοκρατορεύω, δουλοκρατέομαι, ἐπικραταιόω, ἰσοκρατέω, πολυκρατέω
      • επίθετα: αὐτοκρατορικός, κραταίβιος 'ο ισχυρός στη χρήση βίας', κρατητός 'αυτός που μπορεί κάποιος να τον κρατήσει'
      • επιρρήματα: κραταιῶς, ἰσοκρατῶς, δημοκρατικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • κρατεροφροσύνη, κρατερότης, κρατητήριον, κρατίδιον, δημοκρατικότης, δημοκρατισμός, δημοκρατοσοσιαλισταί, αριστοκρατικότης, αριστοκράτισσα
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %κρατ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %κρατ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. κράτος 'ενίσχυση, υποστήριξη', Πελοπ. κρατερός 'γερός, υγιής'