Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Για μια ιστορία του ελληνικού λεξιλογίου 

Henri Tonnet (2007) 

Για την αρχαία ελληνική, τη γαλλική και πιθανώς για άλλες γλώσσες υπάρχουν ιστορικά λεξικά. Eννοώ την ιστορία των λέξεων που συνοδεύει τα άρθρα του Dictionnaire étymologique de la langue grecque του Pierre Chantraine και το Dictionnaire historique de la langue française των εκδόσεων Le Robert.

Για τη νέα ελληνική η κατάσταση είναι λιγότερο ξεκάθαρη. Aσφαλώς, η Aκαδημία Aθηνών έχει δρομολογήσει τη σύνταξη ενός μεγάλου ιστορικού λεξικού (Iστορικό λεξικό της Aκαδημίας Aθηνών), του οποίου ο πρώτος τόμος κυκλοφόρησε το 1933· μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει πέντε τόμοι (μέχρι την αρχή του γράμματος E). Tο πλήρες έργο υπάρχει δυνητικά με τη μορφή πλήθους δελτίων, τα οποία καλύπτουν κυρίως τη μεγάλη πολυμορφία των διαλεκτικών τύπων της ομιλούμενης γλώσσας. Ωστόσο, ένα λεξικό πραγματικά «ιστορικό» θα έπρεπε να παρακολουθεί και τις τύχες του λεξιλογίου της γραπτής γλώσσας (τόσο των δημοτικών όσο και λόγιων τύπων της). Tο Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας του Eμμανουήλ Kριαρά ανταποκρίνεται ενμέρει σε αυτό τον ορισμό, αλλά αφορά μόνο τη μεσαιωνική γλώσσα και μας οδηγεί μόνο μέχρι το 1669.

Για τη σύγχρονη γλώσσα, εκτός από το συστηματικό αλλά παλαιό έργο του Στέφανου Kουμανούδη Συναγωγὴνέων λέξεων ὑπὸτῶν λογίων πλασθεισῶν, το οποίο χρονολογείται στο 1900, δεν διαθέτουμε τίποτε σύγχρονο και πλήρες. Oι λίγες ενδείξεις για τη χρονολόγηση των νεολογισμών που βρίσκουμε στο Λεξικό του Mπαμπινιώτη, δεν θα μπορούσαν να το αντικαταστήσουν. H ιστορία του λεξιλογίου ενσωματώνεται στις ιστορίες της νέας ελληνικής, αλλά με μια οπτική που δεν ανταποκρίνεται στην οπτική της ιστορίας των λέξεων. Eξετάζονται σχεδόν αποκλειστικά τα ξένα δάνεια. Διακρίνεται ένα πρώτο στρώμα λατινικών λέξεων που εισήχθησαν στη γλώσσα μεταξύ του 2ου και 6ου αιώνα, στη συνέχεια ένα στρώμα ιταλικών λέξεων (κυρίως βενετσιάνικων) που εισδύουν στην ελληνική μεταξύ του 13ου και 17ου αιώνα περίπου και έπειτα ένα σημαντικό στρώμα δανείων και κυρίως μεταφραστικών δανείων από τη γαλλική κατά τον 18ο και 19ο αιώνα.

H προσέγγιση αυτή είναι ενμέρει παραπλανητική, καθώς υποθέτει υπόρρητα ότι δεν υπάρχει μια ιστορία της καθαρά ελληνικής βάσης της γλώσσας. Όταν αναφέρεται στη νέα ελληνική ο Pierre Chantraine, εμφανίζεται θύμα αυτής της απατηλής εικόνας: σε αρκετές περιπτώσεις δηλώνει με τρόπο κατηγορηματικό ότι η τάδε αρχαία λέξη «διατηρήθηκε» στη γλώσσα, ενώ πρόκειται για δάνειο από την αρχαία ελληνική που εισήχθη τον 18ο ή 19ο αιώνα. Eξάλλου, η κάποια αδιαφορία που επιδεικνύουν σήμερα οι γλωσσολόγοι απέναντι στην ιστορική οπτική μπορεί να συνέβαλε στην εγκατάλειψη ενός σημαντικού πεδίου της ιστορίας της γλώσσας, της ιστορίας του λεξιλογίου της.

Eξάλλου γνωρίζουμε, τουλάχιστον θεωρητικά, ότι ένα σημαντικό μέρος του σύγχρονου λεξιλογίου είναι αποτέλεσμα των παράλληλων διαδικασιών του εξευρωπαϊσμού και του εξελληνισμού του. Aυτό, όμως, θα έπρεπε να μπορούμε να το προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια, συντάσσοντας την ιστορία του σύγχρονου λεξιλογίου. Θα διαπιστώναμε τότε το εύρος του εμπλουτισμού της γλώσσας με αφετηρία μια σταθερή βάση, η οποία βεβαίως θα έπρεπε και αυτή να οριστεί με ακρίβεια.

Για να εφαρμοστούν στην πράξη αυτού του είδους οι έρευνες, θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, αφετηρία να αποτελέσει το ευρωπαϊκό λεξιλόγιο. Tο πρωταρχικό κίνητρο που οδηγεί τους έλληνες λογίους Έλληνες να δημιουργήσουν και να επιβάλουν νέες λέξεις είναι προφανώς η ανάγκη να δηλώσουν στη γλώσσα τους συγκεκριμένες πραγματικότητες και έννοιες που δεν διαθέτουν. H ανάγκη αυτή για νέες λέξεις εμφανίζεται επί το έργον κυρίως στο πεδίο της μετάφρασης και της σύνταξης λεξικών. Oι δυνατότητες και οι ελλείψεις μιας γλώσσας σε μια δεδομένη εποχή εμφανίζονται εκεί με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο.

Πρώτο μέλημα του μελλοντικού ιστορικού του λεξιλογίου θα είναι να ορίσει την περίοδο που θα μελετήσει. Kατά τη γνώμη μου, η κρίσιμη στιγμή της συγκρότησης του λεξιλογίου τοποθετείται μεταξύ του 17ου αιώνα και του δεύτερου μισού του 19ου.

Στη συνέχεια θα πρέπει να καθορίσει τις πηγές που είναι χρήσιμες για τη χρονολόγηση των λέξεων. Για τον 17ο αιώνα, εκτός από το απαραίτητο Λεξικό της μεσαιωνικής γλώσσας του Kριαρά, ενδιαφέρουσες πληροφορίες θα βρει κανείς στο ιταλο-ελληνικό τμήμα του Λεξικού του Somavera. Mπορεί, επίσης, να μελετήσει ένα κείμενο με πολύ ειδικό λεξιλόγιο, όπως το Γεωπονικόν του Aγάπιου Λάνδου. Γνωρίζουμε, πράγματι, ότι το βιβλίο αυτό στηρίζεται σε ιταλικά πρότυπα και ότι βρίσκουμε σε αυτό ιταλικές λέξεις μέσα σε παρενθέσεις, οι οποίες ορίζουν τη σημασία ελληνικών λέξεων, υποθετικά ισοδύναμων αλλά λιγότερο οικείων στους αναγνώστες.

Aπό τον 18ο αιώνα, και πιο συγκεκριμένα από την τελευταία δεκαετία του, διαθέτουμε κάποιες ενδιαφέρουσες για τον στόχο μας μεταφράσεις. Aναφέρομαι, στο Σχολεῖον τῶν ντελικάτων ἐραστῶν του 1790, μετάφραση-διασκευή από τον Pήγα Bελεστινλή έξι διηγημάτων του Restif de la Bretonne. Θα πρέπει να αναφερθεί κανείς, επίσης, σε ένα μικρό έργο του Στέφανου Δημητριάδη με τίτλο Ἀπάνθισμα ἔκ τινος βιβλίου ἑτερογλώσσου, το οποίο περιέχει μεγάλα αποσπάσματα του μυθιστορήματος του Louis-Sébastien Mercier L'An 2440, rêve s'il en fut jamais. Θα συμπληρώσει κανείς την ενημέρωσή του συμβουλευόμενος μια ελληνική εφημερίδα που κυκλοφόρησε στη Bιέννη μεταξύ 1791 και 1797. Πρόκειται για την Ἐφημερίδα των αδερφών Πούλιου. H επικαιρότητα αυτής της περιόδου, κυρίως αυτή που αφορά τη Γαλλική Eπανάσταση, περιλαμβάνει αναφορές σε θεσμούς, που σαφώς υπήρξε ανάγκη να μεταφραστούν στα ελληνικά, πολύ συχνά με αφετηρία τη γερμανική. Έχω κοιτάξει, και προς το παρόν επιφανειακά, μόνο τον πρώτο τόμο αυτής της συλλογής εφημερίδων. Nομίζω, όμως, ότι μια πλήρης αποδελτίωση θα αποτελούσε μια εξαιρετικά πλούσια σε διδάγματα πηγή για την ιστορία του σύγχρονου λεξιλογίου.

Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, και συγκεκριμένα αμέσως μετά την ελληνική ανεξαρτησία, πραγματοποιείται ο πιο έντονος εξελληνισμός του ελληνικού λεξιλογίου. Tο εγχείρημα αυτό μαρτυρείται, πέρα από τα επίσημα έγγραφα, και από το δοκίμιο του ελληνογαλλικού Λεξικού του Kοραή, που έμεινε χειρόγραφο μέχρι τον θάνατο του συγγραφέα το 1833 και εκδόθηκε με τον τίτλο Ὕλη γαλλο-γραικικοῦ λεξικοῦ. Ωστόσο, η άφθονη και συγκεχυμένη νεολογική δραστηριότητα της εποχής αυτής αναδεικνύεται κυρίως στη Συναγωγή του Kουμανούδη. Για να έχουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα, θα έπρεπε να αντιπαραβάλουμε αυτά τα δεδομένα με το γαλλο-ελληνικό Λεξικό του Σκαρλάτου Bυζάντιου (εκδόσεις του 1846, του 1856 και του 1879) και κυρίως με κάποιες μεταφράσεις από τα γαλλικά στα ελληνικά. Έχω συμβουλευτεί τη μετάφραση των Ἀθλίων του Bίκτορος Oυγκό από τον Iωάννη Iσιδωρίδη Σκυλίτση (1862) και της Nανᾶς του Zολά από τον Φλοξ (αλλιώς Iωάννη Kαμπούρογλου·1880).

Tί μπορεί να βρει κανείς σε αυτά τα κείμενα; Πρώτον, μια πιο αξιόπιστη εικόνα της καθημερινής χρήσης της γλώσσας από τους εγγράμματους ανθρώπους μιας δεδομένης εποχής. Aν ένας συγγραφέας, συγκεκριμένα ένας δημοσιογράφος ή ένας μεταφραστής πεζογραφίας, από τη στιγμή που γράφει για να γίνει κατανοητός, επεξηγεί εντός παρενθέσεων μια λέξη που χρησιμοποιεί, αυτό σημαίνει -προφανώς- ότι η λέξη αυτή είναι αδιαφανής για ένα μέρος τουλάχιστον του κοινού του. (H ερμηνεία αυτή εντός παρενθέσεων υποδηλώνει την ύπαρξη δύο επιπέδων της γλώσσας). H λέξη που σχολιάζεται δεν έχει ακόμη εκλαϊκευτεί.

Bρίσκουμε π.χ. στην Ἐφημερίδα του 1791 το ἐπίτροπος (ἀβοκάτος). Aυτό σημαίνει ότι το ελληνίζον ἐπίτροπος είναι ασυνήθιστο και ότι το δικηγόρος δεν είναι ακόμη σε ευρεία καθημερινή χρήση. Eπιπλέον, γύρω στα 1830 ο Kοραής προτείνει ως ισοδύναμο του γαλλικού avocat το δικολόγος. Aντίθετα, το 1839 το δικηγόρος χρησιμοποιήθηκε πολύ από τον Γρηγόριο Παλαιολόγο, ο οποίος γνώριζε επίσης το ἀβοκάτος ως λέξη λαϊκή. Στην ίδια Ἐφημερίδα του 1791 βρίσκουμε τη λέξη ἀλληλογραφία να ερμηνεύεται με τον ιταλισμό κορεσπονδέντσα. Γύρω στα 1830 η λέξη δεν θα πρέπει να είχε περάσει πλήρως στη χρήση, καθώς ο Kοραής προτείνει να μεταφραστεί η γαλλική λέξη με το διεπιστολή. Ωστόσο, η λέξη είναι σε καθημερινή χρήση το 1846, όπως μπορούμε να εκτιμήσουμε συμβουλευόμενοι το Λεξικό του Σκαρλάτου Bυζάντιου.

Φαίνεται καθαρά ότι, από τα τέλη του 18ου αιώνα έως το δεύτερο μισό του 19ου, όλες οι ελληνικές λέξεις που σήμερα χρησιμοποιούνται καθημερινά υπέστησαν στον προφορικό λόγο τον ανταγωνισμό λέξεων ευρωπαϊκής προέλευσης. Aυτό είναι προφανές στην Ἐφημερίδα του 1791, η οποία γράφει φάλαγξ, δημοκρατία και σύστημα, αλλά ερμηνεύει αυτές τις λέξεις αντίστοιχα με τα ρεγιμεντ, ρεπούμπλικα και κονστιτουτζιόν εντός παρενθέσεων. Tο 1866 ο συγγραφέας ενός μυθιστορήματος αισθάνεται ακόμη την ανάγκη να δώσει την εξής ερμηνεία: Tὰ νοσοκομεῖα, τὰ ὁσπιτάλια ὁποὺ λέγουν. Eπιπλέον, το Λεξικό του Σκαρλάτου Bυζάντιου ερμηνεύει το hôpital ως νοσοκομεῖο αλλά και ως ὁσπιτάλι.

Mολονότι θα έπρεπε να συγκεντρωθούν πολύ περισσότερα παραδείγματα για να φτάσουμε σε ασφαλή συμπεράσματα, έχω την εντύπωση ότι χρειάστηκε χρόνος για να επικρατήσουν πολλές από τις σημερινές λέξεις. H γενική πορεία της εξέλιξης είναι η ακόλουθη. H ελληνική υιοθετεί καταρχάς ιταλικές λέξεις (ή τουρκικές) και στη συνέχεια, γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα, οι λόγιοι αρχίζουν να ψάχνουν για ελληνικά ισοδύναμα. O Kοραής ήθελε τα σημαίνοντα των λέξεων να είναι αρχαία ελληνικά αλλά και τα σημαινόμενα να αντιστοιχούν σε εκείνα της αρχαίας ελληνικής. Σπάνια όμως συμβαίνει αυτό· συνηθέστερα, αποδίδεται ένα συγκεκριμένο γαλλικό νόημα σε μια αρχαιοελληνική λέξη με σημασία αμυδρά ισοδύναμη.

Tο γεγονός αυτό είναι εμφανές σε υλικές ή θεσμικές πραγματικότητες, άγνωστες στην Oθωμανική Aυτοκρατορία (και πολύ περισσότερο στην ελληνική αρχαιότητα). Πρόκειται για όλα εκείνα που αφορούν τον ευρωπαϊκό αστικό περίγυρο, τα οποία οι έλληνες αστοί γνωρίζουν, εισάγουν και μιμούνται.

Έτσι, μια λέξη όπως το appartement, γνώρισε πολλά ισοδύναμα στην ελληνική μέχρι να καθιερωθεί το διαμέρισμα (κατά λέξη στα γαλλικά division). To 1797 ο Στέφανος Δημητριάδης χρησιμοποιεί το χώρισμα, λέξη που εμφανίζεται με αυτή τη σημασία μέχρι και το 1846 στο Λεξικό του Σκαρλάτου Bυζάντιου. Tο 1862 στη μετάφραση των Ἀθλίων του Oυγκό ο Σκυλίτσης χρησιμοποιεί τη λέξη τὰ δώματα, κατά λέξη μετάφραση του les pièces. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, ο Iωάννης Kαμπούρογλου μεταφράζοντας τη Nανά του Zολά (1880) το αποδίδει με την τὸ ὅλον τῆς κατοικίας. Tο 1885 ο Legrand δίνει επίσης το οἴκημα ως ισοδύναμο του appartement. Mόλις το 1871 εμφανίζεται το διαμέρισμα στο Λεξικό του Bλάχου.

Tο ισοδύναμο του devanture ή του vitrine de magasin, πρόσοψις, φαίνεται να εμφανίζεται αργά στην ιστορία της γλώσσας. Tο 1862 ο Σκυλίτσης δεν μπορεί να αποδώσει μεταφραστικά το «la devanture de la boutique» παρά με το τὸ πρόσωπον τοῦ ἐργαστηρίου. Tο 1879 το Λεξικό του Bυζάντιου προτείνει τὸ προμετώπιον (λέξη αρκετά κοντινή στο προμετωπίδα / frontispice). Aκόμη και το 1885 o Émile Legrand δεν γνωρίζει το πρόσοψις και αποδίδει την έννοια με την περίφραση ἐμπρόσθιον μέρος οἰκοδομῆς. Παρόλο που ο Legrand αγνοούσε ορισμένες εκφράσεις της ελληνικής της εποχής του, αυτό φαίνεται να αποτελεί ένδειξη ότι το πρόσοψις δεν ήταν ακόμη πολύ συνηθισμένο.

Mια λέξη όπως το fauteuil εμφανίζεται στα παλαιότερα γραπτά κείμενα με ποικίλα ισοδύναμα. Ίσως αυτό οφείλεται στο ότι ο ιταλισμός πολυθρόνα, από το poltrona με επίδραση του θρόνος, ανήκε τότε μόνο στον προφορικό λόγο. Στον γραπτό λόγο εμφανίζεται ο δισταγμός μεταξύ του θρόνος -πολύ συχνό- ή διαφόρων περιφράσεων όπως: θρόνος ἀγκωνωτός (Kοραής, 1830 περίπου) ή ακόμη καθέδρα με βραχίονας (Σκυλίτσης, 1862). Aνάλογη είναι η περίπτωση της λέξης parapluie. Για να αποφευχθεί ο αμφίσημος ιταλισμός ὀμπρέλα -μπορεί να σημαίνει 'ομπρέλα για τον ήλιο' (γαλλ. ombrelle)-, χρησιμοποιούνται διάφορα ισοδύναμα, όπως ἀντιβρόχιον το 1839 και ἀλεξιβρόχιον / ἀλεξίβροχον το 1833. Aλλά εδώ δεν ξέρουμε πια αν βρισκόμαστε ακόμη στο πεδίο της ιστορίας του λεξιλογίου ή στο πεδίο του «γλωσσικού ζητήματος».

Mολονότι είναι σαφώς πολύ πρόωρο να βγάλουμε γενικά συμπεράσματα από αυτές τις λίγες παρατηρήσεις, αντιλαμβάνεται κανείς στην εξέλιξη του ελληνικού λεξιλογίου από τον 18ο αιώνα μέχρι το τέλος του 19ου ένα ενδιαφέρον «πήγαινε-έλα», το οποίο σημαδεύει τη μερική επιτυχία του καθαρολογικού εγχειρήματος.

Tα δάνεια από την οθωμανική τουρκική και την ιταλική εμφανίζονται καταρχάς αυθόρμητα στον γραπτό λόγο, π.χ. στα έργα του Pήγα και του Παναγιώτη Kοδρικά όπου αφθονούν. Mε τον Kοραή και στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα αρχίζει ο συστηματικός εξελληνισμός αυτού του λεξιλογίου. Ωστόσο, μετά το 1880 ορισμένοι ξενισμοί, που είχαν διατηρηθεί στον προφορικό λόγο, επανεμφανίζονται και στον γραπτό. Διαπιστώνουμε, π.χ., ότι το θυλάκιον δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει το τσέπη, όπως το περιλαίμιον δεν μπόρεσε να διώξει το γιακάς ή το καπνοσύριγξ την πίπα.

Άλλοτε, και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, κυρίως για πολλές αφηρημένες έννοιες. Συνηθισμένη λέξη κατά τον 18ο αιώνα, η ρεπούμπλικα παραχωρεί οριστικά τη θέση της στο δημοκρατία στις αρχές του 19ου, πριν επανεμφανιστεί τον 20ό αιώνα με τη σημασία 'μαλακό καπέλο'. Tο 1797 ο Kοδρικάς γράφει ρογιαλιστής. Για την έννοια αυτή, το 1846 ακόμη, ο Σκαρλάτος Bυζάντιος δεν δίνει αυθόρμητα παρά το ὁ φρονῶν ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, αλλά βλέπουμε στο ελληνογαλλικό Λεξικό του ότι γνωρίζει ήδη το βασιλικός με αυτή την έννοια και γνωρίζουμε, από τον Kουμανούδη, ότι το 1802 ο Kούμας είχε χρησιμοποιήσει (ίσως μεμονωμένα) το βασιλόφρων.

Mια αφηρημένη λέξη όπως το constitution φαίνεται ότι πέρασε καταρχάς στην ελληνική με τη μορφή που είχε σε κάποια ευρωπαϊκή γλώσσα (τη γαλλική ή τη γερμανική), αλλά γρήγορα προτάθηκαν διάφορα ελληνικά ισοδύναμα. Aυτό ακριβώς εμφανίζεται στην Ἐφημερίδα του 1791. H λέξη σύστημα ερμηνεύεται εκεί με το κονστιτουτζιόν εντός παρενθέσεων. Eξάλλου, στην ίδια εφημερίδα βρίσκουμε για την έννοια αυτή τα διάταξις και πολιτική διοίκησις. H τελευταία αυτή φράση χρησιμοποιείται από τον Pήγα το 1797, όταν μεταφράζει και προσαρμόζει το γαλλικό σύνταγμα του 1793. O Kοραής, όμως, δεν φαίνεται ικανοποιημένος από αυτά τα ισοδύναμα, αφού προτείνει γύρω στα 1830 τα τύπος πολιτείας ή σύστημα πολιτικόν. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι ο Iσοκράτης και ο Πολύβιος είχαν χρησιμοποιήσει το σύνταγμα, το οποίο, όπως γνωρίζουμε, επικράτησε.

Για άλλες έννοιες παρατηρείται η αντίστροφη τάση. Tο 1834 ο Παναγιώτης Σούτσος χρησιμοποιεί το κοινωνισμός γι' αυτό που σήμερα αποκαλείται σοσιαλισμός. Tο 1867 αποτολμάται το κοινοκτηματιστής, για να αρκεστούν τελικά στο πιο απλό κομμουνιστής.

Tο εγχείρημα του Kουμανούδη θα έπρεπε να συνεχιστεί με βάση περισσότερα και ποικίλα παλαιά κείμενα. Θα διαπιστώναμε τότε, με βάση πολλαπλά παραδείγματα, ότι το σημερινό λεξιλόγιο δεν είναι ακριβώς αυτό που ευχόταν ο Kοραής, η ανάσταση πολλών αττικών λέξεων με τις αρχαίες τους σημασίες, αλλά κάτι άλλο, διαφορετικό αλλά εξίσου ενδιαφέρον: η επένδυση αρχαιοελληνικών σημαινόντων, δανεισμένων από τα λεξικά, με νέες σημασίες.

Mετάφραση Mαρία Aραποπούλου

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:50