Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Για μια ιστορία του ελληνικού λεξιλογίου 

Henri Tonnet (2007) 

Συμπεράσματα

Τώρα πλέον είναι δυνατόν να παρουσιάσουμε, σε γενικές γραμμές, την εξέλιξη της κοινής ελληνικής ομιλούμενης γλώσσας (Κοινή διάλεκτος), που την οδήγησε στη σημερινή της κατάσταση (δημοτική).

Όλη η ιστορία της ελληνικής γλώσσας χαρακτηρίζεται από μία διπλή κίνηση διαίρεσης και σύγκλισης. Από την κοινή ελληνική γλώσσα προέρχονται οι αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι, από τις οποίες πηγάζει η ιωνική-αττική. Από τον 5ο αιώνα, η αττική παραγκωνίζει τις άλλες διαλέκτους. Κατόπιν απλοποιείται και μεταμορφώνεται σε κοινή γλώσσα, την Κοινή, στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα. Από το 2ο όμως αιώνα, εμφανίζεται μια αρχαΐζουσα αντίδραση, ο Αττικισμός, που κατακτά όχι μόνο τους μορφωμένους ειδωλολάτρες, αλλά και τους Πατέρες της Εκκλησίας τον 4ο αιώνα. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υιοθετεί την αττικίζουσα αυτή Ελληνική ως γλώσσα της διοίκησης. Ενώ η αρχαία Ελληνική διαιωνίζεται πάνω από μία χιλιετία, η προφορική γλώσσα που προέρχεται από την Κοινή απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο απ' αυτήν. Η προφορική αυτή Ελληνική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την οποία δεν γνωρίζουμε επαρκώς, θα παρουσίαζε κάποιες διαφορές ανάλογα με τις περιοχές. Ο ελληνικός όμως χαρακτήρας που ενισχύεται ολοένα και περισσότερο στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, στο μέτρο που αποσπώνται απ' αυτήν επαρχίες, όπου η Ελληνική δεν είναι η επικρατέστερη γλώσσα (Αίγυπτος, Παλαιστίνη, Συρία), συνέβαλε μάλλον στη διατήρηση μιας κάποιας ενότητας της ομιλούμενης κοινής γλώσσας. Η διαλεκτική διαίρεση αυξάνεται, ιδιαίτερα ύστερα από τις Σταυροφορίες, όταν ολόκληρες περιοχές, όπως η Κύπρος, η Κρήτη, τα Ιόνια νησιά και, για λιγότερο χρονικό διάστημα, η Πελοπόννησος, ξεφεύγουν από τον πολιτικό και γλωσσικό έλεγχο της Κωνσταντινούπολης. Από το 13ο μέχρι και το 19ο αιώνα, η ελληνική γλώσσα βρίσκεται στην ίδια κατάσταση διαλεκτικής διαίρεσης με την αρχαία Ελληνική. Ύστερα από το 1830, συναντάμε στη νέα ελληνική γλώσσα την ίδια διαδικασία κάθαρσης που είχε γνωρίσει η αρχαία Ελληνική. Τα Ελληνικά της Πελοποννήσου -περιοχή που αποτέλεσε την καρδιά του πρώτου μικρού επίσημου ελληνικού κράτους- επιβάλλονται ως κοινή γλώσσα, ενώ οι άλλες διάλεκτοι και τα ιδιώματα υποχωρούν με γρήγορο ρυθμό.

Αυτή όμως η πρόσφατη Κοινή, που προστέθηκε στις άλλες διαλέκτους και υπέστη την επίδραση της λόγιας γλώσσας, δεν έχει τη σταθερότητα των σύγχρονων παλαιών γλωσσών, όπως η Γαλλική. Δεν ταυτίζεται ακριβώς με την επίσημη γλώσσα, τη δημοτική. Η τελευταία εμπλουτίστηκε και συστηματοποιήθηκε, συχνά μέσω της διοικητικής οδού, για να γίνει κοινή γλώσσα και να διδάσκεται σήμερα στα σχολεία. Σήμερα η ελληνική γλώσσα εμφανίζεται ακόμα με διάφορες παραλλαγές, ενίοτε αρκετά απομακρυσμένες μεταξύ τους: Την πρότυπη Ελληνική του Σχολείου και των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, τις προφορικές επαρχιακές που διατηρούν ίχνη διαλεκτικών εκφράσεων και το γραπτό λόγο, με όλη αυτή την αφθονία μιας δημιουργίας που μπορεί ακόμα σήμερα να έχει στη διάθεσή του το σύνολο της ελληνικής κληρονομιάς.

* * *

Η αρχαία Ελληνική γλώσσα φαίνεται ότι έφερε μέσα της κάποια σπέρματα που επρόκειτο να την οδηγήσουν στη μεταμόρφωσή της στη νέα Ελληνική.

Από φωνητική άποψη, η γλώσσα παρουσιάζει ταυτόχρονα μια τάση να διατηρήσει τα κύρια φωνήεντα αλλά και σχετική αδυναμία στα σύμφωνα. Αυτή η ιδιαιτερότητα επρόκειτο να οδηγήσει στην εξαφάνιση όλων των τελικών συμφώνων εκτός από το [s] και το [n] -το τελευταίο τείνει με τη σειρά του να εξαφανιστεί- και στη μετατροπή σε διαρκή ή στη σίγηση πολλών συμφώνων που βρίσκονταν ανάμεσα σε δύο φωνήεντα. Αυτή η διαδικασία είναι πολύ πιο προχωρημένη σε ορισμένες διαλέκτους[1] απ' ότι στην κοινή δημοτική γλώσσα.

Η Ελληνική, αρχαία και νέα, είναι επίσης συντηρητική στον τονισμό της, ο οποίος, τροποποιούμενος στην πραγματοποίησή του, διατηρήθηκε ανέπαφος στο σύστημά του. Βρίσκουμε επίσης μέσα στη γλώσσα τις ίδιες αντιθέσεις τονισμού στη ρίζα ή στα προσφύματα και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τους ίδιους περιορισμούς που οφείλονται σε ένα σύστημα χρόνων συλλαβής που έχει κυριολεκτικά χαθεί, το λιγότερο από την αρχή της χριστιανικής περιόδου. Όσο μπορούμε να εμπιστευθούμε τα τονιζόμενα έγγραφα και παρά μερικές δειλές καινοτομίες που οφείλονται στην αναλογία, ιδίως στις διαλέκτους (δέντρον < δεντρό, άνθος > αθός) οι πρώτοι τόνοι διατηρήθηκαν κατά τρόπο αξιοσημείωτο από την αρχαιότητα.

Ανάμεσα στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες η Ελληνική είχε από την αρχή την τάση να απλοποιεί το σύστημα των πτώσεων, το οποίο προσδιόριζε σαφώς με προθέσεις. Αυτή η κίνηση που ξεκίνησε από την αρχαία ελληνική (εξαφάνιση της αφαιρετικής και της οργανικής) ακολουθείται αργά κατά τη μετάβαση από την αρχαία στη νέα Ελληνική, με την εξαφάνιση της δοτικής, περίπου τον 10ο αιώνα. Διαπιστώνουμε στη σύγχρονη Ελληνική κάποιο περιορισμό της γενικής πληθυντικού, της οποίας ο τονισμός παρουσιάζει δυσκολίες. Μερικές διάλεκτοι προχωρούν πιο μακριά σ' αυτή την εξέλιξη. Έτσι από το Μεσαίωνα η Κυπριακή αντικαθιστά τη γενική πληθυντικού με την αιτιατική.[2]

Χωρίς αμφιβολία, όλες οι εξελίξεις έλαβαν χώρα, σε όλους του τομείς, με σχετικό παραλληλισμό για να καταλήξουν στην παρούσα κατάσταση. Είναι, εντούτοις, αξιοσημείωτο ότι η φωνητική, η μορφολογία και το λεξιλόγιο δεν είχαν αλλάξει με τον ίδιο ρυθμό με την πάροδο του χρόνου. Υπήρχαν περίοδοι κρίσης για κάποιους τομείς του συστήματος, οι οποίοι κατέληξαν στο να εφαρμοστούν γρήγορα ή πολύ αργότερα καινούργιες ισορροπίες.

* * *

Αυτό είναι προφανές για το φωνολογικό τομέα που περνά κρίση γύρω στον 3ο π.Χ. αι. με την υιοθέτηση της Κοινής από πληθυσμούς που αρχικά δεν μιλούσαν την Ελληνική. Η βασική αλλαγή, που οδηγεί στη σύγχρονη ελληνική προφορά, συντελείται μέσα σε πέντε περίπου αιώνες. Όλα ολοκληρώνονται περίπου το 2ο μ.Χ. αιώνα. Ο τόνος παύει να είναι καθαρά μουσικός και γίνεται δυναμικός. Αυτό είχε άμεση επίδραση στην προφορά των φωνηέντων, των οποίων η διάρκεια εκφοράς είναι πλέον συνδεδεμένη με τη θέση του τόνου. Οι άτονες συλλαβές δεν μπορούν πλέον να είναι μακρόχρονες. Οι περίπλοκες διακρίσεις μεταξύ μακρών-βραχέων φωνηέντων και διφθόγγων αντικαθίστανται από ένα πιο απλό φωνηεντικό σύστημα, που καταλήγει, το 2ο αιώνα, σε έξι φθόγγους [i], [e], [a], [o], [u], [ü]. Κατά την εποχή εκείνη, η προφορά των φωνηέντων μοιάζει κάπως με την προφορά της νέας Ελληνικής. Μέχρι τον 4ο αιώνα περίπου, παραμένει κάποια αβεβαιότητα στην προφορά του η, που ταλαντεύεται μεταξύ του [e] και του [i]. Η αρχαία δίφθογγος οι [oi] είχε γίνει [oe], έπειτα [ö], προτού μετατραπεί σε εμπρόσθιο φωνήεν [ü] τον 1ο αιώνα, και ταυτιστεί με το υ. Η προφορά [ü] φαίνεται ότι διατηρήθηκε για αρκετό καιρό, ως τον 9ο αιώνα, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη. Για τα σύμφωνα δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες. Γνωρίζουμε σχεδόν σίγουρα ότι τα αρχαία «δασέα» έγιναν διαρκή στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες: [ph] > [f], [th] > [θ], [kh] > [χ]. Όσο για την τροπή των αρχαίων κλειστών ηχηρών σε διαρκή, έχουμε κάποιες ενδείξεις για την εξέλιξη του γ προς δύο διαρκείς πραγματώσεις [j] και [γ]. Είναι πιθανό ότι υπήρχαν ήδη παρόμοιες προφορές για το β > [v] (πρβλ. τη γραφή εύδομος, 3ος-2ος αι.).

Δίπλα σ' αυτές τις ριζικές φωνολογικές αλλαγές, οι μεταβολές που σημειώνονται μεταξύ του 2ου και 6ου αιώνα στο μορφολογικό και λεξιλογικό τομέα, είναι πολύ δειλές. Πρόκειται μάλλον για μια αρχή που προετοιμάζει εξελίξεις, οι οποίες θα ολοκληρωθούν πολύ αργότερα. Το σύστημα των πτώσεων δεν έχει θιγεί. Οι χρήσεις όμως της δοτικής περιορίζονται και τη συναγωνίζονται οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί με αιτιατική.

Η μορφολογία του ονόματος δεν έχει αλλάξει αισθητά. Βλέπουμε, ωστόσο, να πολλαπλασιάζονται στο τέλος της περιόδου τα ουδέτερα σε -ιον, που χάνουν το τελευταίο φωνήεν τους με την επίδραση του δυναμικού τονισμού, δίνοντας μια νέα μορφολογική κατηγορία, που θα κατακλύσει ένα μέρος του ονοματικού λεξιλογίου, τα ουδέτερα σε -ιν. Μολονότι η τρίτη κλίση εξακολουθεί να υπάρχει, παρατηρούμε μια ξεκάθαρη τάση να αντικατασταθούν τα δύσκολα ονόματα αυτής της κλίσης από συνώνυμα που ανήκουν στις δύο άλλες κλίσεις (ναῦς > πλοῖον).

Αυτό που αλλάζει αισθητά, είναι κατά κύριο λόγο η μορφολογία και σημασιολογία του ρήματος. Η ευκτική, που υπάρχει ως τύπος, έχει περιορισμένες χρήσεις, λόγω της εξαφάνισης της υποθετικής της σημασίας, την οποία εκφράζει ο παρατατικός. Το απαρέμφατο, που θα εκλείψει με πολύ αργό ρυθμό από τη γλώσσα, υποχωρεί έναντι της υποτακτικής και της οριστικής στις συμπληρωματικές προτάσεις (νομίζω ὅτι, θέλω ἵνα).

Από τους χρόνους του ρήματος υπάρχουν δύο που φαίνονται στο τέλος της περιόδου καταδικασμένοι να εξαφανιστούν, ο μέλλοντας και ο παρακείμενος. Η γλώσσα όμως δεν ρυθμίζει με τον ίδιο τρόπο το πρόβλημα που δημιουργεί αυτή η εξαφάνιση. Όσον αφορά τον παρακείμενο, η Ελληνική τον συγχέει με τον αόριστο και θα τον επαναφέρει περιφραστικά πολύ αργά στην ιστορία της (γύρω στον 16ο αιώνα). Αντίθετα, έστω κι αν ο αρχαίος τύπος του μέλλοντα εξαφανίζεται, παραμένει ωστόσο ως εκφραστική αναγκαιότητα, που εξυπηρετείται με διάφορους τρόπους για διάστημα χιλίων χρόνων. Σ' αυτή την πρώτη περίοδο, το μέλλοντα εκφράζουν η υποτακτική ή η περίφραση ἔχω + απαρέμφατο.

Ανάμεσα στον 7ο και 12ο αιώνα έγιναν πολύ σημαντικές εξελίξεις, τις οποίες όμως δεν μπορούμε να χρονολογήσουμε με ακρίβεια. Οι κλίσεις αρχίζουν να απλοποιούνται και να επηρεάζονται αμοιβαία. Η πρώτη κλίση των θηλυκών απλοποιείται με τη διατήρηση του ίδιου φωνήεντος σε όλες τις πτώσεις του ενικού (ἡ ἧττα, τῆς ἥττας). Το τελικό ν γίνεται το χαρακτηριστικό γνώρισμα της αιτιατικής ενικού και επεκτείνεται στα ουδέτερα της τρίτης κλίσης που δεν το είχαν (δέρμαν). Η δοτική, όπως είπαμε, εξαφανίζεται οριστικά το 10ο αιώνα. Μια ουσιαστική εξέλιξη συντελείται στο ρήμα, όταν οι αρχαίες καταλήξεις της υποτακτικής συγχέονται με τις καταλήξεις της οριστικής. Ορισμένοι θεωρούν ότι από τότε η ελληνική γλώσσα δεν έχει πια υποτακτική. Το ίδιο διάστημα όμως ο υποτακτικός σύνδεσμος ἵνα μεταβάλλεται στο μόριο να, πράγμα που επιτρέπει τη δημιουργία μιας καινούριας νεοελληνικής υποτακτικής η οποία, ανάλογα με τις περιπτώσεις, εκτελεί τις λειτουργίες της αρχαίας υποτακτικής, του αρχαίου απαρεμφάτου ή του αρχαίου μέλλοντα.

Το 12ο αιώνα, με το τέλος της σκοτεινής περιόδου, συγκροτήθηκε η σύγχρονη γλώσσα. Αυτή η μεσαιωνική γλώσσα χαρακτηρίζεται από ανανεωμένη φωνητική. Ένα νέο φώνημα εμφανίστηκε ύστερα από φωνητικές εξελίξεις, το τριβόμενο τσ με την ηχηρή παραλλαγή του τζ. Παρατηρούμε, επίσης, μια τάση να προφέρονται κλειστότερα κυρίως τα άτονα [ο] σε ορισμένες λαϊκές λέξεις (κουκίν). Λίγο αργότερα (14ος αι.) γενικεύεται η ανομοίωση των γειτονικών συμφώνων (εχθρός > οχτρός), που εμφανίζεται σποραδικά από το τέλος της αρχαιότητας στην Αίγυπτο. Όσο για τον τονισμό, παρατηρούμε τότε στα πιο λαϊκά κείμενα (Χρονικόν του Μορέως) ότι ο τόνος παραμένει σταθερός κατά την κλίση του ονόματος.

Στο ρήμα οι εξελίξεις είναι λιγότερο σημαντικές απ' ό,τι στη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου. Κατά προτίμηση χρησιμοποιείται η μικτή τελική συλλαβή ‑ουν αντί -ουσι/-ωσι στο τρίτο πρόσωπο του πληθυντικού του ενεστώτα της οριστικής ή τον ενεστώτα και αόριστο της υποτακτικής. Παρατηρούμε, επίσης, αναδιάρθρωση των ενεστωτικών τύπων βάσει των αοριστικών ριζών, στις οποίες προστίθεται η τελική συλλαβή -νω (κεράννυμι, εκέρασα > κερνώ, εκέρασα). Αυτή η ρύθμιση της γλώσσας διατηρεί ξεκάθαρα την ουσιαστική μορφική διαφορά ενεστώτα/αορίστου.

Σ' όλη τη διάρκεια του τέλους της αρχαιότητας και της σκοτεινής περιόδου, το ελληνικό λεξιλόγιο δέχθηκε λατινικές και νεολατινικές λέξεις, που εισήχθησαν σε διάφορες χρονικές στιγμές. Στη μεσαιωνική Ελληνική γλώσσα βλέπουμε πως η επίδραση αυτή είναι οριστική. Οι λατινισμοί αποτελούν πλέον αναπόσπαστο τμήμα του νεοελληνικού λεξιλογίου.

Από το 13ο αιώνα παρατηρούμε ότι η Ελληνική διασπάστηκε σε διαλέκτους, που δεν βρίσκονται όλες στον ίδιο βαθμό εξέλιξης. Η γλώσσα της Πελοποννήσου, που μαρτυρεί το Χρονικόν του Μορέως, παρουσιάζει στοιχεία τα οποία προαναγγέλλουν τη μελλοντική προφορική Κοινή του ελληνικού κράτους: απώλεια του τελικού ν, αφαίρεση των αρχικών φωνηέντων σε ορισμένες λέξεις, σύσταση μιας κοινής κλίσης μεταξύ της πρώτης και της τρίτης, εμφάνιση παθητικών αορίστων με την κατάληξη -ηκα.

Στην Κρήτη οι εξελίξεις σε ορισμένα σημεία είναι πιο γρήγορες. Από το τέλος του 15ου αιώνα, η συνίζηση τελικών φωνηέντων σε χασμωδία έχει γενικευτεί και, στις αρχές του 17ου, το τελικό ν εξαφανίστηκε εντελώς. Βλέπουμε επίσης να εμφανίζεται ο νεοελληνικός μέλλοντας με το μόριο θα.

Αυτή όμως η κανονικότητα δεν παρατηρείται σε άλλα μέρη. Το 18ο αιώνα, φαίνεται ότι η ομιλούμενη Ελληνική, που μέχρι τότε είχε επηρεαστεί ελάχιστα από τις γειτονικές γλώσσες, εκτός από τη Λατινική, χάνει τις δυνατότητες αντίστασης απέναντι στην Ιταλική και την Τουρκική. Η απόσταση μεταξύ των διαλέκτων μεγαλώνει. Ένα χάσμα ανοίγεται ανάμεσα στη γλώσσα των περισσότερων μορφωμένων που ζουν με το όνειρο της αναγέννησης της αρχαίας Ελληνικής, και το λαό που δεν έχει κοινή γλώσσα.

Από το 18ο αιώνα η ιστορία της Ελληνικής δεν είναι πια η ιστορία μιας φυσικής εξέλιξης, αλλά η παρουσίαση της δύσκολης δημιουργίας μιας σύγχρονης εθνικής γλώσσας.

* * *

Αυτή η μακρά ιστορική αναδρομή μας επιτρέπει να απαντήσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια στο αρχικό ερώτημα. Η νέα Ελληνική «μοιάζει» με την αρχαία Ελληνική κατά δύο διαφορετικούς τρόπους.

Η νέα Ελληνική μοιάζει με την αρχαία Ελληνική εξωτερικά. Για να κατανοήσουμε αυτή την ομοιότητα, μπορούμε να την παρομοιάσουμε με ένα κτίριο. Στο κτίριο της διαλεκτικής Ελληνικής ο λαός κατοικούσε στενόχωρα σε ορισμένους βοηθητικούς χώρους. Η σημερινή ελληνική γλώσσα αποτελεί επέκταση αυτής της απλής Ελληνικής και ανακαίνιση που έγινε με στοιχεία τα οποία δανείστηκε από την αρχαία Ελληνική. Αυτή η ανακαίνιση έγινε στην περίοδο του ρομαντισμού, είχε την αυθαιρεσία και την παραξενιά των αναπαλαιώσεων του αρχιτέκτονα Violet-le-Duc, αλλά ήταν κατά βάση απολύτως αναγκαία για να μεταμορφωθεί το απλό ιδίωμα της υπαίθρου σε σύγχρονη γλώσσα. Ορισμένες ομοιότητες της νεοελληνικής με την κλασική Ελληνική δεν πρέπει να μας εξαπατούν. Αν ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούνται οι λέξεις Βουλή και Άρειος Πάγος, δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτοί οι αξιοσέβαστοι θεσμοί και οι λέξεις που τους ορίζουν, διέσχισαν με θαυμαστό τρόπο τους αιώνες.

Όμως, κατά βάθος, η Ελληνική γλώσσα μοιάζει με τον εαυτό της, όπως ένας ζωντανός οργανισμός σε όλες τις στιγμές της εξέλιξής του. Δεν πρόκειται απλά για την ομοιότητα ενός παιδιού με τους γονείς του. Παρά τις διάφορες απώλειες που υπέστη (χρόνος των φωνηέντων, η δοτική, σχεδόν ολόκληρη η τρίτη κλίση, η ευκτική, το απαρέμφατο, η αρχαία υποτακτική, ο αρχαίος παρακείμενος, ο αρχαίος μέλλοντας, όλες σχεδόν οι μετοχές, τα περισσότερα συνδετικά μόρια), η Ελληνική επέζησε, συμπληρώνοντας τις ελλείψεις της με νέες δημιουργίες, που διατηρούν ανέπαφη την εκφραστική τους ικανότητα (νέα υποτακτική, νέος μέλλοντας, νέος παρακείμενος).

Αυτό συνέβη, γιατί δεν εθίγη κανένα ζωτικό μέρος της γλώσσας. Οι φωνολογικές εξελίξεις άλλαξαν την προφορά των λέξεων χωρίς να τις αλλοιώσουν, κυρίως στην Ελληνική της Πελοποννήσου που οδήγησε στη σύγχρονη Κοινή. Μέσω των αλλαγών της προφοράς των φωνηέντων και των συμφώνων ο σκελετός των λέξεων παραμένει ανέπαφος, γιατί εξαφανίστηκαν πολύ λίγα φωνήεντα. Μαντεύουμε λ.χ. εύκολα τη λέξη κωνώπιον, υποκοριστικό του κώνωψ, που μαρτυρείται στα αρχαία, πίσω από το νεοελληνικό κουνούπι, ενώ θα δυσκολευόμαστε αν είχε επιβληθεί ο τύπος κνούπ των Βορείων ιδιωμάτων. Παρά τη διαφορετική του πραγμάτωση, ο τόνος διατηρείται στις ίδιες θέσεις του ονόματος και λιγότερο συχνά του ρήματος και παίζει πάντα το ρόλο του, της μορφολογικής διαφοροποίησης. Τέλος, παραμένει στο ρήμα ένα σύστημα αντίθεσης μεταξύ του μη τετελεσμένου και του τετελεσμένου (ενεστώτας / αόριστος), που υπήρχε ήδη στην αρχαία Ελληνική, ακόμα και αν οι σημασίες του ήταν ενίοτε λίγο διαφορετικές.

Η νέα Ελληνική, λοιπόν, δεν είναι μια γλώσσα ολότελα νέα που προέρχεται από την αρχαία Ελληνική, είναι η σύγχρονη μορφή μιας γλώσσας που δεν είναι νεκρή, της Ελληνικής.

1 Στην κυπριακή διάλεκτο το δ και γ εξαφανίζονται ενίοτε από την αρχική συλλαβή και συχνότερα, όταν βρίσκονται ανάμεσα σε δύο φωνήεντα· η άρνηση είναι ἐν και οι τύποι έδωσε, φύγετε, αδερφή, γίνονται έωκεν, φύετε, αερφή.

2 Πρβλ. στις Ασσίζες της Κύπρου: η βουλή τους καλούς ανθρώπους και στα κείμενα που παραθέτει ο ΚΟΝΤΟΣΟΠΟΥΛΟΣ, 1994, 143-146 ταμ μάδκια τους δράκους αντί τα μάτια των δράκων.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:50