σημιτισμός [Semitism]

σημιτισμός [Semitism]

Συνήθως με τον όρο αυτό εννοούμε την επίδραση που άσκησε η εβραϊκή γλώσσα στην ελληνική γλώσσα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, επίδραση που διαπιστώνεται κυρίως στην παρουσία μεταφραστικών δανείων σε λέξεις ή εκφράσεις καθώς και την υιοθέτηση από την ελληνική συντακτικών σχημάτων χαρακτηριστικών της σημιτικής.

Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)