συνοχή [cohesion]

συνοχή [cohesion]

Ο όρος αναφέρεται στα ποικίλα γλωσσικά μέσα (γραμματικά , λεξιλογικά , φωνολογικά ) με τα οποία οι προτάσεις συνδέονται μεταξύ τους ώστε να αποτελέσουν μεγαλύτερες ενότητες λόγου . Αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της κειμενικότητας , δηλαδή της ιδιότητας που καθιστά ένα κομμάτι λόγου κείμενο με σημασία. Κάθε γλωσσικό στοιχείο που εμφανίζεται σε ένα κείμενο αποτελεί εργαλείο για τη γνωστική επεξεργασία τόσο από τον πομπό (ομιλητή-συγγραφέα) όσο και από τον δέκτη (ακροατή-αναγνώστη) άλλων γλωσσικών στοιχείων του κειμένου. Η πιο εμφανής εκδοχή αυτής της ιδιότητας είναι η σύνταξη, η οποία υπαγορεύει συγκεκριμένα σχήματα οργάνωσης στο κείμενο. Η συνοχή επιτυγχάνεται μέσω ποικίλων γλωσσικών τεχνικών όπως η επανάληψη (ρητή επανάληψη ή επανεμφάνιση ενός στοιχείου με διαφορετική γραμματική κατηγορία , π.χ. ουσιαστικό-ρήμα), ο παραλληλισμός, η παράφραση, η έλλειψη. Επίσης, με τη χρήση αντωνυμιών, τροποποιητών (επιθέτων και επιρρημάτων), συνδέσμων (παρατακτικών και υποτακτικών), αλλά και με τη χρήση των γραμματικών χρόνων , της ρηματικής όψης (στα εγχειρίδια της νεοελληνικής γλώσσας αναφέρεται ως τρόπος του ρήματος) και της τροπικότητας . Στη συνοχή του κειμένου συμβάλλει επίσης και η λειτουργική προοπτική της πρότασης, δηλαδή η οργάνωσή της σε θέμα και σχόλιο (παλιά και νέα πληροφορία). Σημαντικός τέλος είναι ο ρόλος της επιτόνισης σε προφορικά κείμενα. Γενικά, λοιπόν, η συνοχή αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο δομείται η σημασία ενδοκειμενικά. Δεν περιορίζεται ωστόσο στη σύνταξη ή τη μορφολογία, καθώς εμπεριέχει τη λειτουργική χρήση των γραμματικών και συντακτικών δομών μέσα στον πραγματικό χρόνο και τη διεπίδρασή τους με άλλους παράγοντες κειμενικότητας, όπως η συνεκτικότητα.

Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)