οικονομία της γλώσσας [economy of language]

οικονομία της γλώσσας [economy of language]

Όταν μιλάμε για οικονομία της γλώσσας, εννοούμε συνήθως την ιδιότητά της να χρησιμοποιεί ένα περιορισμένο σύνολο φωνημάτων (δηλ. μονάδων χωρίς νόημα) για να σχηματίσει έναν πολύ μεγάλο αριθμό μονάδων με νόημα (μορφημάτων , λέξεων ), τις οποίες συνδυάζει για να δημιουργεί έναν απεριόριστο αριθμό φράσεων , προτάσεων . Η παραγωγικότητα της γλώσσας βασίζεται ακριβώς σε αυτό το χαρακτηριστικό: οι φυσικοί ομιλητές είναι ελεύθεροι να δράσουν δημιουργικά και να κατασκευάσουν ή να κατανοήσουν άπειρο αριθμό νέων εκφωνημάτων .

Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)