Επιτομή Λεξικού Κριαρά
41 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαστόρισσα η.
-
- 1)
- α) Γυναίκα επιδέξια, ικανή· τεχνίτρα:
- (Σαχλ. Á PM 317), (Φορτουν. Β́ 429)·
- β) γυναίκα πανούργα, πολυμήχανη:
- Χαρά στην την κυρ' αλωπού, …, υγείαν στην μαστόρισσαν (Διήγ. παιδ. 271).
- α) Γυναίκα επιδέξια, ικανή· τεχνίτρα:
- 2) Προκ. για ανήθικη γυναίκα, πόρνη:
- μαστόρισσες, μαυλίστρες καμωμένες (Σαχλ., Αφήγ. 641).
- 3) Μοδίστρα:
- να πάτε ς' τση μαστόρισσας … ανίσως … κι εβγόδωσε τα ρούχα (Φορτουν. Έ 4).
- 4) Ως προσφών. για τη σύζυγο του «μάστορα», του αφεντικού (ή: γυναίκα «μάστορας»):
- Του μακελλάρη την γυνήν ηρξάμην κολακεύειν: «Κυρά … μαστόρισσα …» (Προδρ. III 273-34 χφ P κριτ. υπ).
[<ουσ. μάστορας + κατάλ. ‑ισσα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1)
- μηναιάζω· μηνιάζω.
-
- Πληρώνω κάπ. για ένα μήνα· προσλαμβάνω κάπ. για ένα μήνα ή χρόνο:
- Δώδεκα μόδια μηναιάζουν με (Προδρ. II 26 χφ H κριτ. υπ.)·
- ήτον μηνιασμένος και είχεν μηνίον ονομίσματα ώ τον χρόνον (Μαχ. 7231).
[<ουσ. μηναίον + κατάλ. ‑άζω. Ο τ. και σήμ. κυπρ.]
- Πληρώνω κάπ. για ένα μήνα· προσλαμβάνω κάπ. για ένα μήνα ή χρόνο:
- μιαιφόνος, επίθ.· ουδ. μιαίφονον.
-
- Αιμοχαρής, αιμοδιψής, (δολο)φονικός:
- μιαιφόνου γνώμης (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 702).
- Το ουδ. του επιθ. ως ουσ. = διάπραξη φόνων, φονικό:
- το μιαίφονον των Χαλδαίων (Ψευδο-Σφρ. 4645).
[αρχ. επίθ. μιαιφόνος]
- Αιμοχαρής, αιμοδιψής, (δολο)φονικός:
- μόδης ο.
-
- Μόδιος (βλ. ά. 1):
- θαλάσσιος μόδης (Metrol. 1272)·
- βασιλικός μόδης (Metrol. 13926)·
- το σιτάριν αξάζει ο μόδης πέρπυρον ένα (Ασσίζ. 30028)·
- (στην Κύπρο ειδικά για τη μέτρηση αλατιού):
- (Ασσίζ. 24319).
[<ουσ. μόδιος. Τ. μόης σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius και σήμ. κυπρ.]
- Μόδιος (βλ. ά. 1):
- μόδι το,
- βλ. μόδιον.
- μοδιακός, επίθ.
-
- Που σχετίζεται με το μόδιο:
- (Metrol. 581).
[<ουσ. μόδιος + κατάλ. ‑ιακός]
- Που σχετίζεται με το μόδιο:
- μοδίζω.
-
- α) Υπολογίζω, μετρώ έκταση σε μοδίους:
- τῳ μεσασμῴ του πολυπλασιασμού … οι γεωμέτραι μοδίζουσιν (Μetrol. 10718)·
- β) μετατρέπω, μεταφέρω κάπ. μέτρο επιφάνειας σε μοδίους:
- συμψηφίζειν και μοδίζειν τα σχοινία (αυτ. 585).
[<ουσ. μόδιος + κατάλ. ‑ίζω]
- α) Υπολογίζω, μετρώ έκταση σε μοδίους:
- μόδιον το· μόδι· μόδιν.
-
- 1) Μόδιος (βλ. ά. 1):
- στοιχεί το όλον μόδιον, ήγουν τας μ́ λίτρας το σιτηρόν κοκκία μυριάδας λδ́ ͵εχ́ (Metrol. 5232)·
- (στην Κύπρο για τη μέτρηση αλατιού):
- (Μαχ. 61215).
- 2) Ως μονάδα μέτρησης επιφάνειας (βλ. μόδιος 2):
- πιπράσκειν τῳ νομίσματι γην μοδίου ενός (Μetrol. 497).
- 3) Για δήλ. πλήθους, μεγάλης ποσότητας:
- αν γένει κτύπος πούποτε, μόδιν αγγέλους βλέπεις (Γλυκά, Στ. 149).
[μτγν. ουσ. μόδιον. Ο τ. ‑ι, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ιν στο Du Cange και σήμ. κυπρ.]
- 1) Μόδιος (βλ. ά. 1):
- μόδιος ο.
-
- 1) Μέτρο χωρητικότητας δημητριακών, ξηρών καρπών και γενικά στεγνών προϊόντων ισοδύναμο με σαράντα λίτρες δημητριακών:
- ειδέ τι του καρπίμου γένους και ξηρού τυγχάνει, οίον σίτου, …, μοδίῳ (ενν. χρώμεθα) (Metrol. 13517).
- 2) Μονάδα μέτρησης επιφάνειας ίση με σαράντα λίτρες ή διακόσιες τετραγωνικές οργιές:
- (Metrol. 5217, 5018).
[μτγν. ουσ. μόδιος. Η λ. και σήμ. ως τοπων.]
- 1) Μέτρο χωρητικότητας δημητριακών, ξηρών καρπών και γενικά στεγνών προϊόντων ισοδύναμο με σαράντα λίτρες δημητριακών:
- μοδισμός ο.
-
- Υπολογισμός, μέτρηση έκτασης ή χωρητικότητας (σιτηρών) σε μοδίους:
- 'Εστι του τοιούτου χωρίου ο μοδισμός μοδίων ν́ (Metrol. 913)·
- το όλον μόδιον … εμβαίνει εις μοδισμόν ευφορίας (αυτ. 531).
[μτγν. ουσ. μοδισμός]
- Υπολογισμός, μέτρηση έκτασης ή χωρητικότητας (σιτηρών) σε μοδίους: