Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ο
1.450 εγγραφές [1 - 10]
ο, άρθρο· ονομ. ουδ. του· γεν. εν. τση· γεν. πληθ. αρσ. τω· αιτιατ. πληθ. αρσ. τις· τσι· αιτιατ. πληθ. θηλ. τες· τσι.
  • Ά Ως οριστικό άρθρο
    • 1) Πριν από ονόματα
      • α) γνωστά ή που καθορίζονται με κάπ. προσδ.:
        • δεν εφάνην του ρηγός … να το δώσουν αλλού παρά του Τακκά (Μαχ. 34420
        • τον επέτρωσαν της ξενιτείας αι λύπες (Περί ξεν. 72
      • β) ουρανίων σωμάτων:
        • τον ουρανό παρακαλώ, τον ήλιο, το φεγγάρι (Πανώρ. Έ 391· Φλώρ. 635
      • γ) γεωγραφικών όρων:
        • (Ερωφ. Γ́ 341
        • ώρες 'ς τσι κάμπους πορπατώ (Πανώρ. Έ 57
      • δ) φυσικών φαινομένων:
        • Τα περιστέρια τσι βροντές και τα νερά γροικούσι (Ερωφ. Γ́ 67· Πανώρ. Β́ 256), (Ερωτόκρ. Δ́ 182
      • ε) χρονικών σημείων ή περιόδων:
        • ο χειμώνας και το καλοκαίρι (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 98v
        • Τσι δεκαεννιά 'τον τότες του Μaΐου (Λεηλ. Παροικ. 265· Διήγ. Βελ. χ 3
      • στ) φυτών ή ζώων:
        • Με την κιτριάν η λεμονιά συχνιά συμπεθεριάζει (Πανώρ. Γ́ 109
        • θαύμασον του μύρμηκος την τηλικαύτην τόλμαν (Προδρ. IV 14
      • ζ) ασχολιών ή γεγονότων της καθημερινής ζωής:
        • έπραττεν (ενν. ο μύρμηξ) την γεωργίαν (Πτωχολ. α 828 κριτ. υπ.
        • δίχως να με κράζουσι συχνιά 'ς τσι γάμους μπαίνω (Ερωφ. Πρόλ. 82· Ά 206
      • η) συναισθημάτων ή εννοιών στις οποίες ο άνθρωπος πιστεύει ή που τον χαρακτηρίζουν (γενική αναφορά):
        • εκείνος (ενν. ο πόθος) τση φιλιάς φίλος κι εσύ τση μάχης (Ερωφ. Έ 213
        • επερίσσευσε στον κόσμον η κακία (Ιστ. Βλαχ. 2621· Ερωφ. Χορ. Β́ 512
      • θ) συγγενικών προσώπων ή πραγμάτων πολύ σχετικών με τον άνθρωπο:
        • ο γιος του ο μικρός (Πεντ. Γέν. IX 24
        • τση θυγατέρας μου η παντρειά (Ερωφ. Γ́ 354
        • ήλθε στα γονικά του (Βέλθ. 1312
      • ι) μελών του σώματος:
        • ποιος του 'δερνε τσι πλάτες του, ποιος τσι πατούχες κάτω (Ερωφ. Έ 113· Πτωχολ. α 30), (Ερωτόκρ. Ά 378
      • ια) πριν από κύρια ονόματα (προσώπων ή πραγμάτων):
        • τώρα πολεμά την Πόλη, οπού την έκτισε ο μέγας Κωνσταντίνος (Χρον. σουλτ. 8917· Διήγ. Βελ. N2 89), (Χρον. σουλτ. 9011
      • ιβ) πριν από παράθεση ή κάπ. επίθ. που δίνει μια ιδιότητα στο ουσ.:
        • ο Θεός, ο πάντων κτίστης (Πτωχολ. α 896· Χρον. σουλτ. 5323
        • πώς η κακορίζικη … ν’ αφήσω την Ερωφίλη μοναχή (Ερωφ. Δ́ 19).
    • 2) Οριστικό με κτητ. σημασ.:
      • Τα περιστέρια … με σπουδή προς τσι φωλιές πετούσι (Ερωφ. Γ́ 68· Ερωτόκρ. Γ́ 667).
    • 3)
      • α) Ειδοποιό (στον εν. ή πληθ. αρ. όταν γίνεται αναφορά σε σύνολο ομοειδών προσώπων ή πραγμάτων):
        • Ο λαγός έναι γλήγορος και δειλός πλέον παρά τα άλλα ζώα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 18r
      • β) ειδοποιό με διανεμητική σημασ. (με ονόματα που σημαίνουν διαίρεση χρόνου):
        • λουτρακίζεται τρίτον την εβδομάδαν (Προδρ. III 63).
    • 4) Με απόλ. αριθμητ. δηλώνει
      • α) ενωμένο σύνολο:
        • πλήθος ανδρών απέθαναν απέ των δύω τα μέρη (Διήγ. Βελ. χ 219
        • (με προηγ. το σύνδ. και):
          • να μας κρατούσι τυραννισμένους και τσι δυο 'ς μια λόχη (Ερωφ. Ά 173
      • β) μέρος συνόλου:
        • να τση μιλήσει (ενν. ο Πανάρετος) τον ένα απού τσι δυο τωνε να πάρει (Ερωφ. Β́ 20).
    • 5) Ουσιαστικοποιεί
      • α) επίθ.:
        • τσι πλούσους βλέπομε συχνιά το πως φτωχαίνου (Ερωφ. Δ́ 563· Πανώρ. Αφ. 4
      • β) αριθμητ.:
        • ουκ οίδα πώς χορτάζουσιν οι δεκατρείς τον μήνα (Προδρ. II 27· Ερωτόκρ. Β́ 1064
      • γ) επίρρ.:
        • τους κοντότερα θερμαίνουν (ενν. οι αυθένται) (Πτωχολ. α 107· Προδρ. II 25‑2 χφ H κριτ. υπ.
      • δ) δευτερεύουσες προτάσεις:
        • είπε γαρ ο που το επούλει, ο πραγματευτής εκείνος (Πτωχολ. α 471· Διγ. O 1077).
    • 6) Επιθετοποιεί:
      • α) επίρρ.:
        • κατερχόμενοι (ενν. οι Αλβανίται) … εκρούσευον τας κάτω χώρας (Έκθ. χρον. 7917
      • β) αριθμητ.:
        • τσι δυο προξενητάδες να τσι τιμάτε (Ερωφ. Ά 547).
    • 7) Συνοδεύει
      • α) ερωτ. ή αναφορ. αντων. όταν πρόκειται να δοθεί κάπ. πρόσθετη πληροφορία για το πρόσωπο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος:
        • (Χρον. σουλτ. 7332
        • Κι ευθύς μοντάρμους σύναξε …, τα ονόματά των αγνοώ να σας ειπώ τους ποίους (Κορων., Μπούας 18
      • β) το επίθ. ίδιος και την αντων. αυτός προσδίδοντάς τους ιδιότητες οριστικής αντων.:
        • το πρόσωπό τση τ’ όμορφο … εθάμπωνε τον ίδιον ήλιο (Πανώρ. Ά 314· Μαχ. 30616
      • γ) δεικτ. αντων. όταν γίνεται αναφορά σε κ. για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως:
        • (Rechenb. (Vog.) 72), (Πτωχολ. α 695
        • όσοι αν ουκ εδέξασθε τρώσιν ποσώς αγάπης, άπαντες νυν ακούσατε την αφήγησιν την ταύτην (Αχιλλ. (Smith) N 12
      • δ) την αντων. άλλος = υπόλοιπος:
        • πλια απού τσ’ άλλες κορασές του κόσμου τιμημένη (Ερωφ. Ά 310
      • ε) τα επίθ. άπας, πας για να δηλωθεί ότι δεν υπάρχει εξαίρεση:
        • οι άπαντες γαρ έφριξαν διά τον Αλαμάνο (Ιμπ. (Legr.) 385· Διήγ. Βελ. χ 359
      • στ) πλεοναστικά κλητική προσφών.:
        • ειπές το, θυγατέρα, ειπές μας, το παιδάκι μου (Ιμπ. (Legr.) 307· Λίβ. Esc. 258
      • ζ) πλεοναστικά αντων.:
        • αν εκείνος ετελεύτησεν πριν του εκείνου, καλά ορίζει το δίκαιον ότι … (Ασσίζ. 15720· 15721).
    • 8) Προσδίδει σημασ. υπερθ. βαθμού, όταν συνοδεύει επίθ. ή επίρρ. συγκρ. βαθμού:
      • Έρωτα, … 'ς τσι πλια μεγάλους … λογισμούς … βρίσκεσαι (Ερωφ. Χορ. Ά 585
      • Το πλέον γληγορότερον εις τον στρατόν να σπεύσω (Κορων., Μπούας 59).
    • 9) Επαναλαμβάνεται
      • α) για λόγους επίτασης όταν το επίθ. προηγείται του ουσ.:
        • (Μαχ. 55416
        • απήλθεν εις τα ίδια ο σοφότατος ο γέρων (Πτωχολ. α 964
      • β) όταν το επίθ. ακολουθεί το ουσ.:
        • εις τσι δροσιές τσ’ αρίφνητες σμίγεις φωτιές περίσσες (Ερωφ. Γ́ 230· Πανώρ. Γ́ 131).
  • Β́ Ως αναφορ. (κυρίως στην αιτιατ. εν. και πληθ.)
    • 1)
      • α) Εισάγει δευτερεύουσες αναφορ. προτάσεις:
        • (Διγ. Esc. 200), (Κυπρ. ερωτ. 1817
        • να συμβουλευτούμεν και να εγκλέξομεν το καλλύττερον τό να θελήσει ο Θεός (Μαχ. 2344
      • β) (εδώ χωρίς να ακολουθεί το γένος και την πτώση του ουσ. που προσδιορίζει):
        • Ουαί ζημία τό εγίνοτον εκείνην την ημέραν (Χρον. Μορ. P 1111· Ασσίζ. 4793).
    • 2) Εισάγει πλάγια ερωτ. πρόταση:
      • τα χαρτία του (ενν. του Σολομόντα) δείχνουν τό γέλασμα και τό περπάτημα έχει ο Αλέξανδρος (Διήγ. Αλ. G 26428, 29).
  • Γ́ Ως δεικτ. αντων.
    • 1) Αυτός, εκείνος:
      • πάντα ταύτα μεν παρείδε Θεός, … τα δε ηγνοούσαν οι άνθρωποι (Σφρ., Χρον. 14213).
    • 2) (Χωρίς να ακολουθεί ουσ.) στο σχήμα
      • α) ο μεν ο δε = ο ένας … ο άλλος, άλλος … άλλος:
        • (Προδρ. IV 126
        • εθανατώσαν (ενν. οι Λευκωσίτες) τους Γενουβήσους … και τους μεν ερίβγαν εις τους λάκκους, τους δε ερίβγαν στα χαντακία (Μαχ. 41615, 16
      • β) ο δε … ο δε = άλλος … άλλος:
        • τους δε (ενν. τους μαντατοφόρους μου) ηθέλησες να τους στρώσεις, τους δε εσέραν τους ομπρός σου (Μαχ. 2127, 8
      • γ) το ουδ. στη φρ. το και το, τα και τα = αυτό κι αυτό, αυτό κι εκείνο:
        • όρισέ μοι (ενν. ο βασιλεύς) … ότι να έχει είς έκαστος (ενν. των υιών) το και το … (Σφρ., Χρον. 326 κριτ. υπ.
        • λέγουσιν (ενν. οι ιατροί) «ποίησε τα και τα …» (Προδρ. IV 567 χφφ HPV κριτ. υπ.
      • δ) το μεν … και = αφενός … αφετέρου:
        • εσέναν επεθύμουν, το μεν διά το κάλλος σου και διά την ευμορφιάν σου (Απολλών. 29).
  • Το ουδ. το =
    • 1) Χρησιμοποιείται πλεοναστικά πριν από
      • α) επίρρ.:
        • τότε ευρέθη ο γέρων αληθινός ως το πρώην (Πτωχολ. P 267· Γλυκά, Στ. 334
        • β) το συνδ. λοιπό(ν) (βλ. και λοιπόν 8):
          • (Ροδολ. Ά 217
          • άκουσε, φίλε μου, το τι έγραφεν το λοιπόν εις το χαρτίν της (Λίβ. Esc. 977· Πανώρ. Ά 175).
    • 2) Συνοδεύει πλεοναστικά δευτερεύουσες προτάσεις:
      • α) πλάγιες ερωτ.:
        • (Θησ. Γ́ [124]), (Ιμπ. 57
        • Βλέπεις, κοράσιον μου καλόν, το τι λαός μας διώκει; (Διγ. Esc. 950
      • β) ειδικές:
        • λέγει (ενν. ο Κιοσές) το πως ραγιάς δεν είναι εδικός τως (Λεηλ. Παροικ. 515
      • γ) αιτιολογικές:
        • η Μαργαρώνα … είχεν μεγάλην λύπην το πως ουδέν εφάνηκεν ο Ιμπέριος εις την ρένταν (Ιμπ. 365· Μαχ. 30632
      • δ) βουλητικές (συν. σε γεν.):
        • (Παρασπ., Βάρν. C 305
        • θέλω του να πολεμήσω Αχιλλέαν μοναχός μου (Ερμον. T 52
      • ε) τελικές:
        • ουκ εύρεν (ενν. ο Βερδερίχος) μηχανήν το να με κολακεύει (Λίβ. Sc. 2178· Ασσίζ. 15529
        • (και σε γεν.):
          • καλούσιν των Ελλήνων άρχοντες του να δικάσουν (Ερμον. Φ 354
        • (εδώ με παράλ. του να):
          • … ηκούμπισα του περιανασάνω (Απόκοπ. 31
      • στ) συμπερασμ.:
        • να έχουσιν ο καθεείς προς την ουσίαν τήν είχεν, … την στρατείαν τόσην το να του μένει (Χρον. Μορ. P 1646
      • ζ) αναφορ.:
        • υιέ μου, άκουσε … εις το ος εγώ παραγγέλνω εσέν (Πεντ. Γέν. XXVII 8· Γέν. IX 24).
    • 3) Συνοδεύει πλεοναστικά απαρέμφ. που αναλύεται σε δευτερεύουσα
      • α) βουλητική πρόταση (συν. σε γεν.):
        • (Πτωχολ. α 176
        • αξίωσον την δούλην σου … του λυτρωθήναι (Εις Θεοτ. 48
        • (με επόμ. το σύνδ. να):
          • βουληθείς του να γνωρίσαι την γενεάν του … (Πτωχολ. α 708
      • β) τελική πρόταση:
        • Το κάστρον ήτον μοναξόν, … το σώσει επολεμήσαν το, από σπαθί το επήραν (Χρον. Μορ. P 1713· Χρον. Μορ. H 4937
        • (και σε γεν.):
          • εκάμμυσαν (ενν. οι Εβραίοι) τους οφθαλμούς, … του μη ιδείν τον ήλιον (Θρ. Θεοτ. 49).
    • 4) Ουσιαστικοποιεί:
      • α) επιρρ.:
        • το ταχιά, καλά ταχιά, απήγεν η Χρυσάντζα (Βέλθ. 1041· Δεφ., Λόγ. 101
        • (και στον πληθ.):
          • ήταν ο τόπος μοναξός, θάλασσα τα έμπροσθέν μας (Λίβ. Sc. 1591
      • β) το ουδ. των επιθ. και μτχ.:
        • (Δούκ. 21722
        • ρίψε το κενόδοξον, άφες το επηρμένον (Λίβ. P 1316
      • γ) απαρέμφ.:
        • μεγάλη διαφορά είναι από το πειν ως το να ποίσει (Μαχ. 47627· Σφρ., Χρον. 17824
      • δ) προτάσεις κύριες και δευτερεύουσες:
        • (Προδρ. I 44, 45
        • ηξεύρουν οι άνθρωποι το πως είναι (ενν. ο παπακυρ-Αδριανός ο Πρωτοσύγκελος) μωρολωλός (Συναδ. φ. 31r
      • ε) οποιαδήποτε έκφρ. ή λ. της οποίας προηγείται:
        • το «κυρά μου» προσειπών και το «καλή σου ημέρα» (Προδρ. I 227
        • δεν ηξεύρω το γιατί … (Θησ. Πρόλ. 262).
    • 5) Συνοδεύει το επίρρ. πολύ για να δηλωθεί ανώτατο όριο:
      • να είναι (ενν. τα πράτσα των φούντων) το έναν μακρύν …, το πολύ ως οκτώ (ενν. οργίες) (Καραβ. 49318).
    • 6) Συνοδεύει το ουδ. επιθ. προσδίδοντας επιρρ. σημασ.:
      • πρέπει το ίσο να κρίνουν τον μέγα και τον μικρόν (Ασσίζ. 2824· Πανώρ. Δ́ 415).

[αρχ. άρθρο ο, η, το. Η γεν. του θηλ. τση και η αιτιατ. πληθ. του θηλ. και του αρσ. τσι και σήμ. ποντ. και κρητ. Η λ. και σήμ.]

ό, σύνδ.
  • 1) (Προκ. για απλή διάζευξη) ή, είτε:
    • είς άνθρωπος ενοικιάζει το σπίτιν του ετέρου ανθρώπου ό μιας ετέρας γυναίκας (Ασσίζ. 3232).
  • 2) Στη θέση του και:
    • μηδέν δεις (ενν. Μανογήλη) του μελανιού ό του χαρτιού την ύλην (Κυπρ. ερωτ. 1412).

[<ιταλ. o. Η λ. σε έγγρ. του 16.-18. αι.]

οβελίσκος ο· 'βελίσκος.
  • Το άκρο αμφίστομου μαχαιριού ή ξίφους, αιχμή ακοντίου, λόγχη:
    • ολόγυρον του θώρακος όλον ξιφάρια έχει, … δίστομα, καλά ως οβελίσκους (Φυσιολ. (Legr.) 362).

[αρχ. ουσ. οβελίσκος. Η λ. και σήμ. λόγ. (Κριαρ.)]

οβελός ο.
  • 1) (Εδώ ως όργανο ανασκολοπισμού) αιχμηρός πάσσαλος, παλούκι:
    • οβελοίς απέκτεινε (Ψευδο-Σφρ. 5445).
  • 2) (Προκ. για πουλί) νύχι:
    • τους των ποδών οβελούς ραδίως εγκαταπείραντες (ενν. οι νεοσσοί) αφίπτανται πάλιν (Ιερακοσ. 3388).

[αρχ. ουσ. οβελός. Η λ. και σήμ. λόγ.]

οβολός, ο.
  • Νόμισμα πολύ μικρής αξίας, «πεντάρα»· ασήμαντο χρηματικό ποσό:
    • δότε τον πάντες οβολόν και διακονήσετέ τον (Γεωργηλ., Βελ. Λ 696).

[αρχ. ουσ. οβολός. Τ. 'βολός σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

οβραίικα, επίρρ.,
βλ. εβραίικα.
οβραίκος, επίθ.,
βλ. εβραίικος.
Οβραίος ο,
βλ. Εβραίος.
Οβραίσσα η,
βλ. Εβραίισσα.
Οβριά η,
βλ. Εβραία.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...145   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες