Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε
3.094 εγγραφές [1 - 10]
έ,
βλ. είμαι.
ε, επιφ.
  • 1) Προκ. να εκφραστεί θαυμασμός ή αγανάκτηση:
    • ε, συμφορά μεγάλη! (Γλυκά, Στ. 271).
  • 2) Προκ. να εκφραστεί επιθυμία:
    • ε, να έφαγα εκ τα θρύμματα (Προδρ. ΙV 180 χφ H κριτ. υπ).

[λ. ηχοπ.· πβ. αρχ. επιφ. αί (δηλώνει θαυμασμό ή λύπη), ε ε (πόνο ή λύπη), η (αποδοκιμασία ή ανυπομονησία). Βλ. και έι. Η λ. και σήμ.]

εάν, σύνδ.
  • 1) (Καθαρώς υποθ.) εάν:
    • (Διήγ. Βελ. χ 371 κριτ. υπ).
  • 2) (Ενδοτικός με αόρ. υποτ. και ακόλουθο και) ακόμη και αν, και στην περίπτωση ακόμη που:
    • (Ελλην. νόμ. 52418, 21).
  • 3) (Χρον.) όταν:
    • εάν είδασιν οι δώδεκα και ήρχετον ο νέος, όλοι αντάμα πέζευσαν (Αχιλλ. L 840).
  • 4) Έκφρ. μέχρι εάν = μέχρις ότου:
    • (Διγ. Z 3680).

[αρχ. σύνδ. εάν. Η λ. και σήμ.]

έαρ το.
  • Άνοιξη·
    • (μεταφ.):
      • θυμηδίας έαρ (Γλυκά, Στ. 327).

[αρχ. ουσ. έαρ]

εαυτός, αντων.· αυτός· ενιαυτός· ?ιαυτός.
  • 1) (Ενίοτε και με το άρθρο) καθ’ εαυτού (μου), καθ’ εαυτόν, καθ’ εαυτοίς, εις εαυτόν, εις τον εαυτόν (μου, κλπ.) = μόνος προς τον εαυτόν (μου), από μέσα (μου):
    • (Καλλίμ. 1164), (Προδρ. III 256), (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16254).
  • 2) Με άρθρο σε όλες τις πτώσεις και με τη γεν. των προσωπ. αντων. (μου, σου, κλπ.) = το άτομό (μου), εγώ (εσύ, κλπ.), εμένα (εσένα, κλπ.):
    • (Μαχ. 4638
    • Τον εαυτό μου αρνήθηκα (Ερωτόκρ. Ε´ 991).
  • 3) Φρ. αναιρώ, φονεύω τον εαυτόν (μου) = αυτοκτονώ:
    • (Διγ. Z 813), (Βακτ. αρχιερ. 145).
  • 4) Φρ. χάνω τον ενιαυτόν (μου) = χάνω τη ζωή μου, σκοτώνομαι:
    • (Χρον. Μορ. H 5091).
  • 5) Φρ. έρχομαι εις εαυτόν ή εις τον εαυτόν (μου), γυρίζω στον εαυτό (μου) = συνέρχομαι, αναλαμβάνω:
    • (Διγ. Άνδρ. 3325), (Διγ. Z 799), (Ιστ. Βλαχ. 2064).

[αρχ. αντων. εαυτού. Τ. νιαυτός σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ. στο αρσ. για όλα τα πρόσ.]

εβαμπάκι το,
βλ. βαμβάκιν.
έβγα το.
  • 1) Αναχώρηση, έξοδος:
    • να θυμάσαι την ημέρα του έβγα σου από την ηγή την Αίγυφτο (Πεντ. Δευτ. XVI 3).
  • 2) (Προκ. για μήνα) λήξη, τέλος:
    • εις το έβγα του Νοεβρίου (Χρον. Μορ. H 2166).
  • 3) (Προκ. για τον ήλιο) ανατολή:
    • (Διήγ. Αλ. V 77).
  • 4) (Προκ. για εμπόριο) εξαγωγή:
    • μουχρούτια, σκοτέλλια … κελεύει το δίκαιον να πλερώσουν δικαίωμαν εις το έβγα (Ασσίζ. 49421).

[β´ πρόσ. εν. προστ. αορ. του εβγαίνω ως ουσ.· πβ. έκβαν. Η λ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]

εβγάζω,
βλ. βγάζω.
εβγαίν(ν)ω,
βλ. βγαίνω.
εβγάλ‑, εβγαλ‑,
βλ. βγάλ‑, βγαλ‑.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...310   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες