Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "εβραίικος"
εβραίικος, επίθ.· ’βραίκος· εβραίκος· οβραίκος.
  • Που ανήκει ή αναφέρεται στους Εβραίους, εβραϊκός:
    • τα ’βραίκα παλληκάρια (Χούμνου, Κοσμογ. 2534
    • εβραίικον ’γδίν (Σπανός A 521).
  • Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. =
    • 1) Η εβραϊκή θρησκεία:
      • τα είδωλα επροσκύνησε (ενν. ο Σολομών) και αφήκε τα εβραίικα (Βεντράμ., Γυν. 166).
    • 2) Η εβραϊκή γλώσσα:
      • λατίνικα και τούρκικα, … αιγύπτικα και οβραίκα (Χούμνου, Κοσμογ. 572).
  • Ο τ. εβραίκος στον πληθ. ουδ. ως τοπων.:
    • (Μαχ. 9814).

[<εθν. Εβραίος + κατάλ. ικος. Τ. εβρά‑ στο Somav. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες