Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "δοχειάριος" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δοχειάριος ο· δοχειάρης.
-
- (Προκ. για μοναχό) αποθηκάριος, ιδ. τροφίμων:
- Τον δε δοχειάρην τέταρτον είθ’ ούτως ψιθυρίζει (Προδρ. ΙV 521).
[<ουσ. δοχείον + κατάλ. ‑άριος. Ο τ. το 12. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ.]
- (Προκ. για μοναχό) αποθηκάριος, ιδ. τροφίμων: