Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αθλοφόρος"
αθλοφόρος, επίθ.· αθληφόρος.
  • (Προκ. για μάρτυρα) που παίρνει το έπαθλο, νικητής:
    • (Παϊσ., Iστ. Σινά 2175).

[αρχ. επίθ. αθλοφόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες