Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αγουρίδα"
αγουρίδα η· αγγουρίδα· αγουρίς, (Παράφρ. Xων. 304).
  • Άγουρος καρπός αμπέλου:
    • (Eρωτοπ. 185).

[<επίθ. άγουρος + κατάλ. ίδα. O τ. αγγ‑ στο Meursius (αγκ‑) και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες