Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "ξυλοκρέβατο(ν)"
ξυλοκρέβατο(ν) το· ξυλοκράβατον.
  • Ξύλινο νεκροκρέβατο:
    • δεν ευρήκασι … ξυλοκράβατον να τον σηκώσουσι (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 292).

[<ουσ. ξύλο(ν) + κρεβάτι(ν). Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες