Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "μετέωρος"
μετέωρος, επίθ.· μέτωρος.
  • 1) Υψηλός, που υψώνεται πολύ από το έδαφος:
    • μεγάλα δένδρα και μετέωρα (Φυσιολ. 341).
  • 2) (Ως τιμητική προσφών.) που υπερέχει από τους άλλους, ανώτερος, σπουδαίος:
    • αρχηγέ μετέωρε (Κορων., Μπούας 117).
  • 3) Επηρμένος, υπερόπτης:
    • εσύ …, ο μετέωρος, … θες ταπεινωθεί (Πηγά, Χρυσοπ. 82 (32)).
  • 4) Ασταθής:
    • μετέωρον ζωήν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 8136).
  • 5) Εύθυμος, φιλοπαίγμονας, χωρατατζής:
    • ήτον … μέτωρος, … γλυκόλογος (Συναδ. φ. 22r).

[αρχ. επίθ. μετέωρος. Ο τ. στο ουδ. ως ουσ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες