Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "κήρινος"
κήρινος, επίθ.· κέρινος.
  • Φτιαγμένος από κερί:
    • (Ερωτόκρ. Δ´ 1763), (Αλεξ. 13).

[αρχ. επίθ. κήρινος. Ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες