Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Lemma "ήλος"
ήλος ο· ούλος.
  • 1) Καρφί:
    • (Ορνεοσ. αγρ. 5655).
  • 2) Μικρό εξόγκωμα στο σώμα ζώου ή σε φυτά:
    • Εις ήλους τους εν ουρανίσκῳ του κυνός (Κυνοσ. 59122).
  • 3) (Προκ. για τα χέρια ή τα πόδια) ρόζος, κάλος:
    • ήλους …, ά καλούσιν οι ιδιώται κότσια (Σταφ., Ιατροσ. 6167).

[αρχ. ουσ. ήλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go