Επιτομή Λεξικού Κριαρά
62 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παίδα η.
-
- 1)
- α) Βάσανο, μαρτύριο, ταλαιπωρία:
- Την παίδα δίδουν τα παιδιά, γιαύτος παιδιά τα λέσι (Πανώρ. Δ́ 105· Πιστ. βοσκ. I 1, 152), (Ερωτόκρ. Δ́ 1419)·
- β) πόνος, οδύνη, στενοχώρια:
- Δείξου καν τώρα γνωστική, και φαίνου πώς 'πομένεις την παίδα και τον πόνον σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [760]· Έ [1381])·
- γ) (προκ. για ερωτικό πόθο):
- (Ερωτόκρ. Γ́ 366)·
- μια παίδα τους επαίδευγεν (ενν. την Αρετούσα και το Ρωτόκριτο), ένας καημός, μια ζάλη (Ερωτόκρ. Γ́ 1554).
- α) Βάσανο, μαρτύριο, ταλαιπωρία:
- 2) (Μεταφ.) αγωνία, ανησυχία:
- θανάτου μαχαιρά η παίδα που τον κρίνει, δεν ξεύροντας ο φίλος του πού να 'ναι κι είντα εγίνη (Ερωτόκρ. Έ 1117· Ά 626).
- 3) Τιμωρία, ποινή:
- την παίδα δίδουσι, όθεν το κρίμα εγίνη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [292]· Δ́ [1450]).
- 4) Βασανιστήριο:
- Ξεσκίσματα και παίδες, κριτήρια, 'ξορισμούς, … (Πιστ. βοσκ. III 6, 110).
- 5) (Πιθ. μεταφ.) εκπαίδευση, παιδεία:
- μη συνθολώσω σου τον νουν ταις υψηλέσι λέξεσιν αμειβόμενος σης νεοφύτου παίδας (Λεξ. II 323).
[<παιδεύω υποχωρ. + κατάλ. ‑α. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
- παιδαγωγείον το.
-
- Εκπαιδευτήριο, σχολείο:
- κάποιος χριστιανός φιλόθεος … εσύστησεν εξ ιδίων αναλωμάτων παιδαγωγείον (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 4059).
[αρχ. ουσ. παιδαγωγείον]
- Εκπαιδευτήριο, σχολείο:
- παιδαγωγία η.
-
- Εκπαίδευση, διδασκαλία·
- (εδώ) παραδειγματισμός, φρονηματισμός:
- ω διδασκαλίαι πνευματοφόρων ανθρώπων, ω παιδαγωγίαι ημιθέων ηρώων (Δούκ. 3875).
- (εδώ) παραδειγματισμός, φρονηματισμός:
[αρχ. ουσ. παιδαγωγία]
- Εκπαίδευση, διδασκαλία·
- παιδαγωγός ο.
-
- 1)
- α) Αυτός που παραδίδει μαθήματα, δάσκαλος:
- (Sprachlehre 186)·
- παιδαγωγόν επιτήδειον και αρκετόν εις υπηρεσίαν παιδευτηρίου (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 5412)·
- β) αυτός που διδάσκει με τη συμπεριφορά του, υπόδειγμα:
- βιώσας τε καλώς ο Διγενής Ακρίτης τύπος αρχόντων γέγονεν, …, παιδαγωγός φρονήσεως (Διγ. Z 4038)·
- γ) (ειρων. προκ. για δάσκαλο που χρησιμοποιεί αρχαϊσμούς):
- (Κυπρ. ερωτ. 27 τίτλ).
- α) Αυτός που παραδίδει μαθήματα, δάσκαλος:
- 2) Αυτός που αναλαμβάνει τη φροντίδα ανηλίκου, επίτροπος:
- προκουράτωρ λέγεται εκείνος οπού λέγομεν ημείς παιδαγωγόν (Βακτ. αρχιερ. (Γκίνης) 295)·
- (προκ. για επίτροπο ανήλικου ηγεμόνα):
- (Δούκ. 31129).
- 3) (Ως τίτλος βιβλίου, το οποίο υποδεικνύει μεθόδους ανατροφής και εκπαίδευσης των παιδιών):
- το βιβλιάριον τούτο του Πλουτάρχου … ημείς το ονομάσαμεν «Παιδαγωγόν» (Σοφιαν., Παιδαγ. 261).
[αρχ. ουσ. παιδαγωγός. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- παιδαγωγώ.
-
- Εκπαιδεύω, διδάσκω, μορφώνω:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 974)·
- (προκ. για βιβλίο):
- μας παιδαγωγεί (ενν. το βιβλιάριον) και διδάσκει …πώς … ν’ ανατραφεί το παιδίον ευγενικά (Σοφιαν., Παιδαγ. 261).
[αρχ. παιδαγωγέω. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]
- Εκπαιδεύω, διδάσκω, μορφώνω:
- παίδαινα η· παιδαίνα· παίδινα.
-
- 1)
- α) Κορίτσι, κοπέλα:
- Φθάνει κοντά εις την παίδινα, ρωτά την πόθεν ένι (Δαρκές, Προσκυν. [61]· Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 132)·
- (σε μεταφ.):
- Όλα τα βίτσια γερανίσκουσιν εις τους λας, αμμέ η ακριβειά μόνη γινίσκεται πάντα παίδαινα (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 104)·
- β) παρθένα, ανύπαντρη γυναίκα:
- (Ασσίζ. 9828).
- α) Κορίτσι, κοπέλα:
- 2) Θεραπαινίδα, υπηρέτρια:
- Εγροίκησεν η παίδαινα … και είπεν το του ρηγός (Μαχ. 57833).
[ουσ. παιδί + κατάλ. ‑αινα. Η λ. στο Meursius (λ. ‑ες) και σήμ. κυπρ., όπου και τ. παίδκαινα]
- 1)
- παιδάκι το· παιδάκιν· γεν. εν. παιδακιού.
-
- 1)
- α) (Προκ. για συγγενική σχέση) γιος ή κόρη· παιδί:
- (Θρ. Κύπρ. Μ 518)·
- έκαμα αρσενικό παιδάκι (Ευγέν. 1344)·
-
- β1) αγόρι ή κορίτσι μικρής ηλικίας, παιδάκι:
- (Αχέλ. 2198)·
- καλά και αν ήτον κοπελάκι, ήτονε χαριέστατον παιδάκι (Λεηλ. Παροικ. 450)·
- β2) βρέφος, μωρό:
- απόθανε (ενν. ο κύρης του) κι αφήκε τον τριών ημερώ παιδάκι (Ερωτόκρ. Β́ 597· Χούμνου, Κοσμογ. 355)·
- β1) αγόρι ή κορίτσι μικρής ηλικίας, παιδάκι:
- γ) (με την κτητ. αντων. μου σε προσφών. που φανερώνει οικειότητα, συμπάθεια, τρυφερότητα):
- Πού 'στε εσείς, παιδάκια μου, κουφέρτιασις δική μου (Θρ. Κύπρ. 531), (Ερωτόκρ. Δ́ 671)·
- (σε προσφών. ιερωμένου προς λαϊκό):
- (Ιστ. Βλάχ. 2784).
- α) (Προκ. για συγγενική σχέση) γιος ή κόρη· παιδί:
- 2)
- α) Νεαρός άντρας, έφηβος:
- (Ch. pop. 463)·
- ήτονε τότε μικρόν παιδάκι, στην Βενετίαν έφυγε να παιδευθεί (Ιστ. Βλάχ. 461)·
- (σε προσφών.):
- Ω δοξασμένον κι άξιον παιδάκι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [951])·
- β) (σε επιθετ. χρ.) νέος, μικρός σε ηλικία:
- επήραν και τον αδελφόν του … παιδάκιν βαχλιώτην τους και εγυρίσαν πολύν τόπον (Μαχ. 9626)·
- γ) (προκ. για νεαρό και ανώριμο ή ασήμαντο άνθρωπο):
- Ο Δάρειος …εγνώρισε Αλέξανδρον ότι δεν έν παιδάκι (Αλεξ. 766)·
- (ειρων. σε προσφών.):
- άμε, παιδάκι, το λοιπόν, να παίζεις στο τσουγκάνι (Αλεξ. 691).
- α) Νεαρός άντρας, έφηβος:
- 3) Νεαρός δούλος, υπηρέτης:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1636 κριτ. υπ).
[ουσ. παιδίον + κατάλ. ‑άκι. Η γεν. και σήμ. ιδιωμ. Τ. ‑ιον στο Meursius. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
- παιδάρι το,
- βλ. παιδάριον.
- παιδαριογέρων ο.
-
- Νεαρός που έχει τη σύνεση ηλικιωμένου ανθρώπου:
- Ο ουν Μεεμέτης … παιδαριογέρων εν ταις μάχαις και ταις διοικήσεσιν εις άκρον εγένετο (Ψευδο-Σφρ. 23211‑12).
[ουσ. παιδάριον + γέρων. Η λ. τον 4.-5. αι.]
- Νεαρός που έχει τη σύνεση ηλικιωμένου ανθρώπου:
- παιδάριον το· παιδάρι.
-
- 1)
- α) Μικρό παιδί:
- (Θυσ. 591), (Δούκ. 4357)·
- (προκ. για τον Έρωτα):
- (Λίβ. P 1307)·
- β) βρέφος, μωρό:
- όταν εγεννήθη το παιδίον … είπεν: « …». Και είδεν πας άνθρωπος και εξενίστη πώς εσύντυχεν το παιδάριον (Διήγ. Αλ. V 27).
- α) Μικρό παιδί:
- 2) (Μειωτ. προκ. για νεαρό και ανώριμο άτομο) παιδαρέλι:
- ουδέν σας πέβει 'ς βασιλιά, μόνον εισέ παιδάρι (Αλεξ. 717).
- 3) Νεαρός δούλος, υπηρέτης:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1636).
- 4) Νεαρό πτηνό ή ζώο:
- (Ορνεοσ. αγρ. 53923).
[αρχ. ουσ. παιδάριον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1)