Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οσπι
10 εγγραφές [1 - 10]
οσπιτάκι το· σπιτάκι· σπιτάκιν.
  • α) Μικρό σπίτι, μικρό κτίσμα:
    • Ο πύργος … έχει σπιτάκιν (Πορτολ. Α 1679
  • β) (θωπευτ. προκ. για κατοικία):
    • (Πανώρ. Ά 390
    • δώσε μας το σπιτάκι μας, δώσε μας την πατρίδα (Ιστ. Βλάχ. 2475).

[<ουσ. οσπίτιον + κατάλ. ‑άκι. Ο τ. σπιτάκι στο Βλάχ. και σήμ.]

οσπιτάλιν το· σπιτάλε· σπιτάλι· σπιτάλλιν· κύρ. όνομ. Οσπιτάλιν· Σπιτάλι· Σπιτάλιν· Σπιτάλιον· Σπιτάλλιν.
  • Ξενώνας (για ταξιδιώτες, απόρους, ασθενείς)· νοσοκομείο:
    • ορδίνιασε … σπιτάλια να κυβερνούν τους ασθενείς (Άλ. Κύπρ. 1568· Τζάνε, Κρ. πόλ. 4299).
  • Ως κύρ. όνομ. =
    • α) το καθολικό μοναστικό και στρατιωτικό τάγμα του Ξενώνα (Hospitale) του Αγίου Ιωάννου των Ιεροσολύμων, το τάγμα των Ιωαννιτών ιπποτών (ή Ιπποτών της Ρόδου ή της Μάλτας):
      • (Χρον. Μορ. H 1951 κριτ. υπ.
      • εις το Σπιτάλιν έποικες φρέρης καν έξι χρόνους (Πουλολ. 242· Μαχ. 1623
    • β) (συνεκδ.) μονή των Ιωαννιτών Ιπποτών (εδώ στη Λευκωσία):
      • εθάψαν τον εις τον Άγιον Ιωάννην εις το Σπιτάλλιν της Λευκωσίας (Μαχ. 44829· Βουστρ. 44).
  • Ο τ. Σπιτάλιν ως τοπων.:
    • (Σφρ., Χρον. 407), (Ψευδο-Σφρ. 27034).
  • [<μεσν. λατ. hospitale ή μεσν. γαλλ. ospital· πβ. και το βεν. ospitale (Boerio, Indice). Οι τ. σπ‑ <παλαιότ. γαλλ. ospital· πβ. προβ. spitale. Τ. ‑ον στο Du Cange (λ. οσπίτιον) και οσπιτάλι(ο)ν σε έγγρ. του 12. αι. Ο τ. σπιτάλε σε έγγρ. του 16.-17. αι. και στο Somav. Ο τ. σπιτάλι στο Meursius (‑η) και σήμ. λαϊκ. και ιδιωμ. Ο τ. σπιτάλλιν και σήμ. κυπρ. Τ. σπιτάλι(ν) και σπιτάλιο και σήμ. ιδιωμ. Το κύρ. όνομ. Οσπιτάλιν σε έγγρ. του 15. αι. Ο τ. Σπιτάλιν στο Meursius (λ. σπηταλείον). Τ. Σπιτάλι(ν) σε έγγρ. του 12. αι.]

    Οσπιταλιώτης ο· Σπιταλλιώτης.
    • Καθολικός μοναχός του τάγματος του Ξενώνα του Αγίου Ιωάννου των Ιεροσολύμων, Ιωαννίτης Ιππότης:
      • επήρεν ο πάπας μεγάλην χαράν, ότι οι Σπιταλλιώτες ένι καλοί χριστιανοί (Μαχ. 1421· αυτ. 164).

    [<κύρ. όνομ. Οσπιτάλιν (βλ. οσπιτάλιν) + κατάλ. ‑ιώτης. Ο τ. <τ. Σπιτάλλιν (ό.π.). Τ. Σπιταλιώτης στο Du Cange (λ. οσπίτιον). Κοινό όν. σπιταλιώτης στο Somav. (λ. ‑ο-) και σήμ. στη Ζάκυνθο (Ζώης)]

    οσπιτάτος, επίθ.· σπιτάτος.
    • Που προέρχεται από εκλεκτή οικογένεια:
      • άνθρωπος είσαι τοπικός, πολύολβος, σπιτάτος (Γεωργηλ., Βελ. Λ 719).

    [<ουσ. οσπίτιον + κατάλ. ‑άτος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. με διαφορ. σημασ.]

    οσπίτι(ν) το,
    βλ. οσπίτιον.
    οσπιτικός, επίθ.· σπιτικός.
    • Που ανήκει ή αναφέρεται σε σπίτι:
      • Περί σημαδίου σπιτικού, ότι … (Βακτ. αρχιερ. 180
      • (εδώ υποτιμ. για άνδρα) που παραμένει στο σπίτι του άπρακτος:
        • επί μακρόν οφθέντα (ενν. τον βασιλέα) οσπιτικόν και απόλεμον (Παράφρ. Χων. 70919).
    • Το άρσ. ως ουσ. = υπηρέτης άρχοντα:
      • (Βησσ., Επιστ. 366).
    • Το ουδ. ως ουσ. = το σπίτι με τα υπάρχοντά του:
      • παίζει (ενν. ο ζαριστής) … όλον το σπιτικόν του (Σαχλ. N 128).

    [<ουσ. οσπίτιον + ‑ικός. Ο τ. στο Meursius και σήμ. Η λ. στο Meursius.]

    οσπίτιον το· εσπίτιν· ισπίτι· ισπίτιν· οσπίτι· οσπίτιν· σπίτι· σπίτιν· σπίτιον· γεν. εν. οσπίτι· πληθ. σπίδια· σπιτία.
    • 1)
      • α) Κτίσμα το οποίο χρησιμοποιείται ως κατοικία (κάθε είδους):
        • τους βγάνουν απ’ τα σπίτια τους κι εκείνοι κατοικούσιν (Διακρούσ. 10921
        • του Έρωτος το σπίτιν (Λίβ. Esc. 285· Πανώρ. Β́ 423
        • (στον πληθ. αντί εν.):
          • αφήνω τα οσπίτια μου του υιού μου (Διαθ. Ακοτ. 146· Γράμμα κρ. διαλ. 7
        • έκφρ. έξω σπιτία, βλ. έξω 4β·
      • β) (συνεκδ.) πρόχειρο κατάλυμα, (εδώ) στρατιωτικό κατάλυμα:
        • (Κορων., Μπούας 60
        • εγώ ήλθα εις την ντέντα μου, εκείνη (ενν. η Μαξιμώ) … υπήγεν εις το οσπίτιόν της (Διγ. Άνδρ. 3948).
    • 2) (Στον εν. και τον πληθ.) παλάτι αρχοντικό:
      • επέζεψαν εις του ρηγός το σπίτι (Χρον. Μορ. H 6434· Μαχ. 31213
      • έκφρ. οσπίτια της αφεντίας = παλάτι:
        • (Χρον. Μορ. H 2317).
    • 3) Κατάλυμα ζώου, φωλιά:
      • (Γαδ. διηγ. 55
      • στρέφουνται (ενν. πάσα πτηνόν) … στο σπίτιν (Κυπρ. ερωτ. 1065).
    • 4) Τμήμα σπιτιού
      • α) δωμάτιο:
        • μίαν μεγάλην σανία … γεμάτην μαργαριτάριν … και εχένωσεν εις την γωνίαν του σπιτίου (Μαχ. 8218
      • β) υπνοδωμάτιο:
        • το οσπίτιον δε τούτο, όπερ ανεπαύοντο οι βασιλείς (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 224
      • γ) κεντρική αίθουσα θρόνου σε παλάτι:
        • (Διήγ. Αλ. G 2762
      • δ) βασιλικά διαμερίσματα:
        • (Σφρ., Χρον. 348
      • ε) πάτωμα σπιτιού:
        • το αίμαν του μαύρου πετεινού … χώσε το εις το σπίτιν να περιπατούν απάνω (Σταφ., Ιατροσ. 23).
    • 5) Οικογένεια, φαμελιά:
      • τρέφουσι τα σπίτια τους με μόχθους και με κόπους (Ιστ. Βλαχ. 2156· Διαθ. Ακοτ. 147), (Αλεξ. 2680
      • έκφρ. (άνθρωπος) του σπιτιού = αυτός που ανήκει στην υπηρεσία κάπ.:
        • εδώσανε άλλα εκατό ρεάλια ενού ανθρώπου του σπιτιού του … πρεβεδούρου (Σουμμ., Ρεμπελ. 16728· Αιτωλ., Μύθ. 932
      • εκφρ.
        • (1) γέννημα σπιτιού, βλ. γέννημα 6·
        • (2) σπίτι γονεού ή γονεών, σπίτι … πατρικόν = η οικογένεια στην οποία γεννιέται κάπ., η πατρική οικογένεια:
          • (Πεντ. Αρ. XXVI 2, III 24), (Πουλολ. 349
        • (3) υιός του σπιτιού = οικογενής, αυτός που γεννήθηκε από γονείς στην υπηρεσία κάπ.:
          • (Πεντ. Γέν. XV 3
        • (4) ψυχές του σπιτιού = υπηρέτες:
          • (Πεντ. Γέν. XXXVI 6).
    • 6) (Συνεκδ.) το αφεντικό, ο κύριος του σπιτιού:
      • ΦΟΛΑΣ: Πού τό 'βρηκες το τόλαρο; ΠΕΤΡΟΥΤΣΟΣ: Λόγο να πω στο σπίτι μού το 'δωσε ο Δάσκαλος. (Στάθ. Β́ 193
      • έκφρ. κυρά του οσπιτίου, βλ. κυρά 5 έκφρ.
    • 7) (Με τα επίθ. καλός, μεγάλος) επιφανής οικογένεια ή καταγωγή:
      • ήτον απού καλό σπίτιν, κατελάνος (Βουστρ. 16014· Τζάνε, Κρ. πόλ. 2336).
    • 8)
      • α) Βασιλικός «οίκος», δυναστεία:
        • ο βασιλεύς τι ουκ έπραξε … προς βοήθειαν του οσπιτίου αυτού (Σφρ., Χρον. 14021
      • β) βασιλική «αυλή»:
        • μετά της βασιλίσσης μείνω, άρχων του οσπιτίου αυτής (Ψευδο-Σφρ. 5507), (Σφρ., Χρον. 16824
      • γ) βασίλειο:
        • επλήγωσεν ο Κύριος το Φαρώ πληγές μεγάλες και το σπίτι του (Πεντ. Γέν. XII 17).
    • 9)
      • α) Έθνος, φυλή:
        • ανήρ από το σπίτι του Ισραέλ (Πεντ. Λευιτ. XVII 8
        • (σε μεταφ.):
          • τα πρόβατα τα χαμένα του σπιτίου του Ισραήλ (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. ί 6
        • (εδώ προκ. για μια από τις 12 φυλές του Ισραήλ):
          • ανήρ από το σπίτι του Λεβί (Πεντ. Έξ. II 1
      • β) (συνεκδ.) ο λαός, οι πολίτες ενός έθνους:
        • έκραξαν το σπίτι του Ισραέλ το όνομά του Μαν (Πεντ. Έξ. XVII 31
        • έκφρ. τα σπίτια τους λας, βλ. λαός 3β έκφρ. (γ).
    • 10) Πατρίδα:
      • εστράφην εις το σπίτιν του, στων Αθηνών την χώρα (Βεντράμ., Φιλ. 26· Καρταν., Π. Ν. Διαθ. φ. 212r).
    • 11) Σπιτικό, νοικοκυριό:
      • (Προδρ. II 73
      • Εγώ κρατώ το οσπίτιν σου και την υποταγήν σου (Προδρ. I 90).
    • 12) Περιουσία:
      • ας βλέπεται ο καθές καλά ποταπού ανθρώπου δίδει το εσπίτιν του (Ασσίζ. 1601· 41117).
    • 13) Κτήριο, οικοδόμημα, οίκημα:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 17811), (Παλαμήδ. Βοηβ. 198
      • όλα τα σπίτια της Λευκωσίας, φούρνους, μύλους, λουτρά (Μαχ. 60633).
    • 14)
      • α) Μοναστήρι:
        • εις αυτό το μοναστήριον … τούτο το σπίτι, όπου λέγεται και είναι οίκος Θεού (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 194· Προδρ. III 253 χφ P κριτ. υπ.
      • β) οίκημα στη δικαιοδοσία μοναστηριού:
        • (Ασσίζ. 9322‑23
        • είς άνθρωπος οπού ένι της ευσεβείας, οπού ένι μαΐστορος ού κουμεντούρης ενού εσπιτίου (Ασσίζ. 34317
      • γ) έκφρ. σπίτι ασκητικό = ασκητήριο, σκήτη:
        • (Hagia Sophia f 59728).
    • 15)
      • α) Λατρευτικός χώρος, οικοδόμημα αφιερωμένο στη λατρεία του Θεού:
        • (εδώ προκ. για το ναό της Αγίας Σοφίας):
          • να σε δοξάζουν … στο άγιόν σου σπίτιν, απέσω στην Αγιάν Σοφιάν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 154
        • (εδώ προκ. για το όρος Χωρήβ, στη χερσόνησο του Σινά):
          • Ο … Θεός … εδιάλεξε τούτο το αγιότατον όρος· το οποίον έκαμε σπίτι και παλάτιόν του (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 48
      • β) (προκ. για εβραϊκή συναγωγή):
        • μη φέρεις δώσμα κούρβας … σπίτι του Κυρίου του Θεού σου (Πεντ. Δευτ. XXIII 19).
    • 16)
      • α) Ξενοδοχείο:
        • έναι καιρός πολύς όπου κανένα ξένον εδέχθημαν στο σπίτιν μας (Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 50
      • β) ξενώνας φιλοξενίας:
        • ευθύς επρόσταξε σπίτια να ετοιμάσουν σ’ αυτά να τους πεζεύσουσι και να τους αναπαύσουν (Μαρκάδ. 695
      • γ) ξενώνας φιλανθρωπικός:
        • σπίτιν και απαντοχή να καλυβιστούν, να πέσουν ξένοι τινές αιχμάλωτοι … (Γεωργηλ., Θαν. 610).
    • 17) (Εδώ) η κιβωτός του Νώε:
      • (Πουλολ. 535).
    • 18) Αποθήκη:
      • έχεις (ενν. ασβέστην) ένα σπίτιον γεμάτον (Διαθ. Νίκωνος 25486
      • έκφρ. του σιταριού το σπίτι = αποθήκη σιταριού:
        • (Ερωτόκρ. Γ́ 573).
    • 19) Μαγαζί, (εδώ) φούρνος, αρτοποιείο:
      • (Προδρ. III 171 χφ P κριτ. υπ).
    • 20) Κακόφημο σπίτι, πορνείο:
      • την θυγατέρα του εις ένα σπίτιον, όποιος θέλει να παγαίνει εις ταύτην με μισθόν αισχρού έργου (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 239· Ασσίζ. 4154).
    • 21) Τόπος, επικράτεια:
      • εγώ ήρτα … εις το σπίτιν σας, και εμόσετέ μου να με συντροφιάσετε ως την Βενετίαν (Μαχ. 53222· Σφρ., Χρον. 5813).
    • 22) Διοικητική έδρα:
      • ήτον αυθέντης μέγας … εις … όλην την Αλβανίαν … και το οσπίτιόν του ήτον εις το Φοινίκι (Ιστορ. δεσποτών Ηπείρ. 1728‑29).
    • 23) Πόλη, (εδώ) η Κωνσταντινούπολη:
      • αυτό το σπίτιν το άπειρον, η Κωνσταντίνου πόλις (Ψευδο-Γεωργηλ., Αλ. Κων/π. 644· Ανακάλ. 3).
    • Εκφρ.
    • 1) Σπίτι σκλαβιών ή σκλάβων = τόπος, γη δουλείας:
      • (Πεντ. Δευτ. XIII 11), (Έξ. XIII 3).
    • 2) Του Πλούτωνος σπίτια = ο Άδης:
      • (Κορων., Μπούας 62).
    • 3) Σπίτι της φυλακής ή της φύλαξης = φυλακή:
      • (Πεντ. Γέν. XXXIX 20), (XLII 19).
  • Η λ. και σε τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 2464, 6, 7
    • έκφρ. σπίτι του Πεόρ = (πιθ.) το βουνό Φογώρ:
      • (Πεντ. Δευτ. XXXIV 6).
  • [<λατ. hospitium. Ο τ. εσπίτιν και σήμ. κυπρ. Ο τ. ‑ιν σε παπυρ. του 6.-7. αι. και σήμ. ποντ. Ο πληθ. σπίδια και άλλοι τ. της λ. κυπρ. Ο τ. σπίτι από τον 5. αι., στο TLG και σήμ. Ο τ. σπίτιν στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. σπίτιον στο Meursius. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. σε παπυρ. του 4. αι. (Preisigke-Kιessling· βλ. και TLG), σε σχόλ. και στη Σούδα]

    οσπιτόκαστρον το.
    • Οχυρωμένο σπίτι:
      • απήλθομεν … εις το οσπιτόκαστρον του Χατζημύρι (Πανάρ. 7331).

    [<ουσ. οσπίτιον + κάστρον. Η λ. και σήμ. ποντ.]

    οσπιτόπουλο(ν) το· σπιτόπουλλον· σπιτόπουλο· σπιτόπουλον.
    • 1) Μικρό οίκημα, κτίσμα για διάφ. χρήσεις:
      • τους έβαλε εις ένα σπιτόπουλο … μέσα κτισμένο με πηλόν (Σουμμ., Ρεμπελ. 187· Hagia Sophia ω 51713
      • εποίησαν σπιτόπουλον, … και έβαλέν το (ενν. το πουλάριν) απέσω (Διήγ. Αλ. V 31
      • (προκ. για κατοικία· εδώ με το επίθ. μικρός πλεοναστικά):
        • η αρχόντισσα … σ’ έναν σπιτόπουλλον μικρόν ήτον εκεί κρυμμένη (Θρ. Κύπρ. 478).
    • 2) Μικρός, περιορισμένος χώρος· χώρος όπου ασκητεύει μοναχός, (εδώ) σπηλιά:
      • εσυνέβηκε να σέβει … η μητέρα του Νεοφύτου μέσα εις το σπιτόπουλον, οπού εστέκετον μοναχός του και ασκήτευεν (Ροδινός 224).

    [<ουσ. οσπίτιον + κατάλ. ‑πουλο(ν). Ο τ. σπιτόπουλο σε έγγρ. του 16. αι. Ο τ. σπιτόπουλον σε έγγρ. του 17. αι. Τ. (ο)σπιτόπ’λλον σήμ. ποντ.]

    οσπιτότοπος ο· σπιτότοπος.
    • Οικόπεδο, τόπος κατάλληλος για την ανοικοδόμηση σπιτιού:
      • Όστις αρπάζει τινός … ή αμπέλι ή σπιτότοπον … διπλά να το δώσει (Νομοκριτ. 89· Βακτ. αρχιερ. 153), (Βαρούχ. 2174).

    [<ουσ. οσπίτιον + τόπος. Ο τ. σε έγγρ. του 12. αι. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. σε έγγρ. του 18. αι.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες