Επιτομή Λεξικού Κριαρά
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μύρο το,
- βλ. μύρον.
- μυροβάλανος η.
-
- Είδος αρωματικού καρύου, ο καρπός του φυτού βαλανίτης ο αιγυπτιακός·
- (εδώ συνεκδ. για το φυτό):
- δένδρα έχοντα … καρπόν ως της μυροβαλάνου, της ούσης προς την Αίγυπτον (Βίος Αλ. 4929).
- (εδώ συνεκδ. για το φυτό):
[μτγν. ουσ. μυροβάλανος]
- Είδος αρωματικού καρύου, ο καρπός του φυτού βαλανίτης ο αιγυπτιακός·
- μυροβλύτης ο.
-
(Προκ. για άγιο) αυτός που αναβλύζει μύρο και σκορπά γύρω του ευωδιά:
- Δημήτριος … ο μυροβλύτης του Χριστού (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1924).
[<ουσ. μύρον + βλύζω. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- μυροβρύτης ο.
-
- (Προκ. για άγιο) μυροβλύτης:
- (Κρασοπ. AO 84).
[<ουσ. μυροβλύτης με επίδρ. του αρχ. βρύω]
- (Προκ. για άγιο) μυροβλύτης:
- μυροδοτώ.
-
- Κάνω κάπ. ή κ. να αναδίδει ευωδία, να μοσχοβολά:
- τα ρόδα τα τερπνά μυροδοτούν τον κόσμον (Φλώρ. 1356).
[<ουσ. μύρον + ‑δοτώ. Η λ. τον 8.-9. αι.]
- Κάνω κάπ. ή κ. να αναδίδει ευωδία, να μοσχοβολά:
- μυροθήκη η.
-
- Δοχείο, θήκη μύρου:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2136).
[<ουσ. μύρον + θήκη. Η λ. τον 5. αι.]
- Δοχείο, θήκη μύρου:
- μυροκοπώ.
-
- Αλείφω (νεκρό) με μύρα, με αρώματα, βαλσαμώνω:
- απέθανεν ο Ιωσέφ … και εμυροκόπησαν αυτόν και εβάλθην εις το σεντούκι εις την Αίγυφτο (Πεντ. Γέν. L 26).
[<ουσ. μύρον + ‑κοπώ. Πβ. λ. ‑ρο(δ)ο‑ σε κυπρ. δημ. τραγ.]
- Αλείφω (νεκρό) με μύρα, με αρώματα, βαλσαμώνω:
- μύρον το· μύρο.
-
- α) Αρωματικό έλαιο, φυτικό ή τεχνητό:
- λιβάνι, μύρα, αρώματα, πράγματα ευωδισμένα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [400])·
- β) (εκκλ.) προκ. για το μύρο που αναβλύζει από το σώμα αγίου:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 625).
- Εκφρ. (εκκλ.) άγιο ή μέγα μύρο(ν) = το αρωματικό έλαιο με το οποίο ο ιερέας χρίει το βαπτιζόμενο:
- (Δωρ. Μον. (Βαλ.) 44), (Έκθ. χρον. 6731).
[αρχ. ουσ. μύρον. Ο τ. και σήμ.]
- α) Αρωματικό έλαιο, φυτικό ή τεχνητό:
- μύρος το.
-
- α) (Εκκλ.) το άγιο μύρο (βλ. μύρο(ν) Εκφρ.):
- πίνε κρασί συγκεραστόν απολιγού σαν μύρος (Γεωργηλ., Θαν. 541)·
- (με το επίθ. άγιον· εδώ σε αναχρονισμό):
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 188r)·
- β) προκ. για το μύρο που αναβλύζει από το σώμα αγίου:
- (Μαχ. 3229)·
- (με το επίθ. άγιον):
- είδα … νεκρούς κι ετρέχαν το άγιον μύρος (Διγ. Esc. 551).
[<ουσ. μύρον με μεταπλ. Η λ. στο Somav. (λ. ‑ον) και σήμ. ιδιωμ. (Δημ., λ. ‑ο(ν)· πβ. ΙΛ, λ. αγιομύρος]
- α) (Εκκλ.) το άγιο μύρο (βλ. μύρο(ν) Εκφρ.):
- μυροφόρος η.
-
- (Εκκλ. στον πληθ.) οι γυναίκες που πήγαν στον τάφο του Ιησού για να αλείψουν το σώμα του με μύρα:
- (Μυστ. 62).
[θηλ. του μτγν. επιθ. μυροφόρος ως ουσ. Η λ. στο Meursius (λ. ‑οι) και σήμ.]
- (Εκκλ. στον πληθ.) οι γυναίκες που πήγαν στον τάφο του Ιησού για να αλείψουν το σώμα του με μύρα: