Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανίζω
8 εγγραφές [1 - 8]
δραγουμανίζω.
  • Μεταφράζω, ερμηνεύω:
    • (Παράφρ. Χων. 188).

[<ουσ. δραγουμάνος + κατάλ. ίζω. Η λ. στο Meursius (ειν)]

μανιάζω.
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = οργισμένος, αγριεμένος:
    • δράκοι μανιασμένοι (Τζάνε, Κατάν. 481 (βεν. έκδ. μανι‑)).

[<μανίζω αναλογ. με ρ. σε ‑ιάζω· πβ. και μτγν. ‑ιάω. Η λ. και σήμ ιδιωμ.]

μανίζω.
  • Ά Αμτβ.
    • 1) Οργίζομαι, θυμώνω:
      • με ταπεινότη αρχίζει να του μιλεί το δίκιο του με δίχως να μανίζει (Ερωτόκρ. Β́ 972).
    • 2) (Προκ. για τους ανέμους και τη θάλασσα) μαίνομαι, φέρομαι ορμητικά:
      • (Ερωτόκρ. Δ́ 1675, 699).
  • Β́ Μτβ.
    • 1) Αγριεύω· οργίζομαι με κάπ. ή κ.:
      • φοβάσαι … να μην το μάθει ο κύρης μου να πα να σου μανίσει (Ερωτόκρ. Γ́ 1237
      • (μεταφ.):
        • ωσάν το μαύρο νέφαλο που άνεμος το μανίζει (Ερωτόκρ. Β́ 2127).
    • 2) Εχθρεύομαι:
      • στανιό της δεν τηνε ζητώ κι η φύση το μανίζει (Ερωτόκρ. Έ 531).
    • 3) Προκαλώ το θυμό, εξοργίζω:
      • ποιος έκλεψε το 'κόνισμα κι εμάνισέ σε τόσο (Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 32).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = θυμωμένος, οργισμένος:
    • εκείνη εγλάκηξε κι έφυγε μανισμένη (Πανώρ. Ά 363).

[<γ́ πληθ. αορ. εμάνησαν του μαίνομαι. Πβ. παλαιότ. μανίζω (LS Suppl.). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Πάγκ., Παπαδ., Παπαχριστ., Κόμης, κ.α.)]

μανισάρης, επίθ.
  • Μανιακός, οργίλος:
    • (Τζάνε, Κατάν. 423).

[<αόρ. του μανίζω + κατάλ. ‑άρης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]

μανισμός ο.
  • Μανία, παραφορά, σφοδρή οργή·
    • (προκ. για τη θάλασσα) μανία, θυελλώδης ορμή:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44810).

[<αόρ. του μανίζω + κατάλ. ‑μός. Πβ. λ. μάνισμα στο Βλάχ.]

μουσθλουμανίζω,
βλ. μουσουλμανίζω.
μουσουλμανίζω· μουσθλουμανίζω.
  • Ά (Αμτβ.) ασπάζομαι το μωαμεθανισμό, γίνομαι μουσουλμάνος:
    • εδέκτησαν τον θάνατον εις την πίστην του Χριστού, παρά … να 'χαν μουσθλουμανίσειν (Μαχ. 6389).
  • (Μτβ.) κάνω κάπ. οπαδό του μωαμεθανισμού, εξισλαμίζω:
    • έβαλαν τα παιδιά να μαθάνουν γράμματα σαρακήνικα και … εμουσθλουμανίσαν τα (Βουστρ. 1029).

[<ουσ. μουσουλμάνος + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Meursius (‑ειν) και στον Κουμαν.]

ξεμανίζω.
  • Παύω να είμαι θυμωμένος, ξεθυμώνω:
    • ήταν η θεά μας μανισμένη· … ποτέ δε θέλει ξεμανίσει (Πιστ. βοσκ. I 2, 238· Ερωφ. Δ́ 469).

[<στερ. ξε‑ + μανίζω. Η λ. στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες