Επιτομή Λεξικού Κριαρά
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάγα η.
-
- Μάγισσα:
- (Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 20).
[<βεν. maga. Η λ. στο Βλάχ.]
- Μάγισσα:
- μαγαζάς ο· μαγατζάς.
-
— Βλ. και μαγαζένι(ν), μαγαζές, μαγαζί.
- α) Αποθήκη:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1778)·
- β) κατάστημα ή εργαστήριο:
- μαγαζάδες που κάμνουσι τις σαρδέλες (Πορτολ. Β 5721).
[<ουσ. μαγαζές ή πληθ. μαγαζ(ι)ά του ουσ. μαγαζί]
- α) Αποθήκη:
- μαγαζένι(ν) το· μαχαζένιν· πληθ. μακζενία.
-
— Βλ. και μαγαζάς, μαγαζές, μαγαζί.
- Αποθήκη εμπορευμάτων, κατάστημα:
- (Ανων., Ιστ. σημ. ρμά)·
- τα μακζενία είναι γεμάτα πραματείες (Μαχ. 20824).
[<βεν. magazén. Ο τ. και σήμ. κυπρ.]
- Αποθήκη εμπορευμάτων, κατάστημα:
- μαγαζές ο· μαγαντζές· μαγατζές.
-
— Βλ. και μαγαζάς, μαγαζένι(ν), μαγαζί.
- Αποθήκη:
- (Διαθ. Ακοτ. 147)·
- δίδω του … σπίτια και μαγαντζέ και αργαστήρι (Μορεζίν., Διαθ. 482).
[<βεν. magazén. Ο τ. ‑τζές σε έγγρ. (15.-17. αι.) και σήμ. κρητ. Η λ. στο Βλάχ.]
- Αποθήκη:
- μαγαζί το· μαγαζί(ο)ν· μαγατζί· πληθ. μαγατζά.
-
— Βλ. και μαγαζάς, μαγαζένι(ν), μαγαζές.
- α) Αποθήκη:
- τα σπίτια και τα μαγατζιά, οπού ’χασιν τα στάρια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 36011)·
- (ιδιάζ. χρ.):
- να ανοίξει ο Κύριος εσέν το μαγαζί του το καλό, τον ορανό, να δώσει τη βροχή της ηγής σου (Πεντ. Δευτ. XXVIII 12)·
- β) κατάστημα ή εργαστήριο:
- (Επιστ. Μωάμ. 674), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 37913).
[<ανατολ. βεν. magasín, αραβ. προέλ. (Kahane-Tietze 1958: 278-9). Η λ. στο Du Cange (‑άζι) και σήμ.]
- α) Αποθήκη:
- μαγαντζές ο,
- βλ. μαγαζές.
- μαγάρι, επιφ.
-
- 1) Μακάρι, είθε:
- Μαγάρι ας εύρομε … λίγο μίσσο (Φαλιέρ., Ιστ. 389)·
- Μαγάρι να ’το βολετό (Ερωτόκρ. Ά 1617).
- 2) Έστω, ακόμα και:
- μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βουήθησέ μου (Ερωτόκρ. Έ 394).
- Εκφρ.
- 1) Μαγάρι ας = έστω κι αν:
- (Φορτουν. Ά 237).
- 2) Σκιας μαγάρι = τουλάχιστον:
- (Πανώρ. Γ́ 453).
[αντιδ. <ιταλ. magari <ελλην. μακάρι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. και σε διάφ. τ.]
- 1) Μακάρι, είθε:
- μαγαρίζω· μεγαρίζω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Μολύνω (ηθ.):
- (Διήγ. παιδ. 975)·
- Διά ποίαν αφορμήν χαλάτε τες ψυχές σας και τες μαγαρίζετε με αίματα; (Ροδινός 229)·
- β) (προκ. για αντικείμενο λατρείας) μιαίνω, βεβηλώνω:
- (Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 53).
- α) Μολύνω (ηθ.):
- 2) Λερώνω, βρομίζω:
- (Αιτωλ., Μύθ. 128).
- 3) Ντροπιάζω:
- εμαγαρίσασι (ενν. οι καλόγεροι) και σκήμαν τως (Αποκ. Θεοτ. I 190).
- 4) Βιάζω:
- εμαγάρισαν γυναίκας παρά φύσιν (Ανάλ. Αθ. 24· Ανακάλ. 84).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) Λερώνομαι, λεκιάζομαι:
- Εις τσόχαν να μαγαρίσει από λάδιν (Ιατροσ. κώδ. φνζ́).
- 2) Αλλαξοπιστώ:
- πολλές (ενν. γυναίκες) εσκλαβωθήκασι κι άλλες εμαγαρίσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1818).
- 3) Έρχομαι σε σεξουαλική επαφή:
- τες πόρνες … κοιτάν (ενν. οι άνδρες) και μαγαρίζουν (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 772· I 747).
- 1) Λερώνομαι, λεκιάζομαι:
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) (Θρησκ.) είμαι μιασμένος, ακάθαρτος:
- (Πεντ. Αρ. XIX 22).
- 2) Παρεκτρέπομαι σεξουαλικά, απιστώ:
- αν δεν εμαγαρίστην η γεναίκα και καθάρια αυτή (Πεντ. Αρ. V 28).
- 1) (Θρησκ.) είμαι μιασμένος, ακάθαρτος:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1)
- α) Μιαρός, μολυσμένος:
- (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 530)·
- β) (θρησκ.) ακάθαρτος:
- να απεστείλουν από το φουσσάτο … παν μαγαρισμένον εις ψυχή (Πεντ. Αρ. V 2)·
- (προκ. για ζώο):
- παν σερπετό του πουλιού μαγαρισμένο αυτό εσάς, να μη φαγωθούν (Πεντ. Δευτ. XIV 19).
- α) Μιαρός, μολυσμένος:
- 2) Λερωμένος, βρόμικος:
- το πρόσωπόν του απ’ αίμα και κορνιακτόν όλο μαγαρισμένον (Θησ. Θ́ [182])·
- (ιδ. από κόπρανα):
- μαγαρισμένα σπάργανα (Σπανός D 652).
- 3) Αμαρτωλός, ανήθικος:
- ο μαγαρισμένος Ηρώδης (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 406· Διήγ. Αλ. V 59).
- 4) Άπιστος:
- ο βασιλεύς Φίλιππος … Σαρακηνός την γενεάν ήτον μαγαρισμένος (Φλώρ. 29).
- 5) (Πιθ.) επικίνδυνος, δύσκολος:
- δύο ακρωτήρια μαγαρισμένα (Πορτολ. Β 3724).
- 6) (Υβριστ.):
- Αφορεσμένε γάδαρε …, σκύλε μαγαρισμένε (Γαδ. διήγ. 366)·
- γυναίκα κακορίζικε, Εύα μαγαρισμένη (Συναξ. γυν. 127).
- 1)
[<ουσ. μαγαρίτης - αραβ. Muhᾱdžir + κατάλ. ‑ίζω (Kahane, GR I 344-54, 622)· λίγο πιθ. <αρχ. ή μτγν. μεγαρίζω (<αρχ. ή μτγν. μέγαρα, Ανδρ., ΛΚΝ). Η λ. τον 9. αι. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- μαγαρίκα η.
-
- Πήλινο δοχείο, στάμνα:
- (Πεντ. Έξ. XVI 33).
[<ουσ. μαγαρικόν (Μηνάς 1978: 75). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Πήλινο δοχείο, στάμνα:
- μαγαρικόν το.
-
- α) Μεγάλο πήλινο δοχείο για τη μεταφορά με πλοία ή και την αποθήκευση υγρών κυρίως προϊόντων, ιδ. κρασιού ή λαδιού, αμφορέας (Μπακιρτζής 1989: 70-80):
- ακατίῳ περιτυχείν, όπερ μαγαρικά έγεμεν (Παράφρ. Χων. 346)·
- β) ως μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας πλοίων:
- εν τῳ οξυτέρῳ μέρει της πρύμνης χωρούν το πλοίον μαγαρικά γ́ (Metrol. 13013‑4).
[ουδ. του μτγν. επιθ. μαγαρικός <αρχ. μεγαρικός (Bees, B‑NJ 15, 1938-39,197-8, L‑S, λ. Μαγαρικός) ως ουσ. Τ. με‑ σε Σχολ. (L‑S, λ. Μεγαρικός). Η λ. τον 7. αι. (Lampe) και σε Σχολ. (Μπακιρτζής 1989: 71)]
- α) Μεγάλο πήλινο δοχείο για τη μεταφορά με πλοία ή και την αποθήκευση υγρών κυρίως προϊόντων, ιδ. κρασιού ή λαδιού, αμφορέας (Μπακιρτζής 1989: 70-80):