Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγαρίζω
1 εγγραφή
μαγαρίζω· μεγαρίζω.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Μολύνω (ηθ.):
          • (Διήγ. παιδ. 975
          • Διά ποίαν αφορμήν χαλάτε τες ψυχές σας και τες μαγαρίζετε με αίματα; (Ροδινός 229
        • β) (προκ. για αντικείμενο λατρείας) μιαίνω, βεβηλώνω:
          • (Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 53).
      • 2) Λερώνω, βρομίζω:
        • (Αιτωλ., Μύθ. 128).
      • 3) Ντροπιάζω:
        • εμαγαρίσασι (ενν. οι καλόγεροι) και σκήμαν τως (Αποκ. Θεοτ. I 190).
      • 4) Βιάζω:
        • εμαγάρισαν γυναίκας παρά φύσιν (Ανάλ. Αθ. 24· Ανακάλ. 84).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Λερώνομαι, λεκιάζομαι:
        • Εις τσόχαν να μαγαρίσει από λάδιν (Ιατροσ. κώδ. φνζ́).
      • 2) Αλλαξοπιστώ:
        • πολλές (ενν. γυναίκες) εσκλαβωθήκασι κι άλλες εμαγαρίσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1818).
      • 3) Έρχομαι σε σεξουαλική επαφή:
        • τες πόρνες … κοιτάν (ενν. οι άνδρες) και μαγαρίζουν (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 772· I 747).
  • II. Μέσ.
    • 1) (Θρησκ.) είμαι μιασμένος, ακάθαρτος:
      • (Πεντ. Αρ. XIX 22).
    • 2) Παρεκτρέπομαι σεξουαλικά, απιστώ:
      • αν δεν εμαγαρίστην η γεναίκα και καθάρια αυτή (Πεντ. Αρ. V 28).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1)
      • α) Μιαρός, μολυσμένος:
        • (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 530
      • β) (θρησκ.) ακάθαρτος:
        • να απεστείλουν από το φουσσάτο … παν μαγαρισμένον εις ψυχή (Πεντ. Αρ. V 2
        • (προκ. για ζώο):
          • παν σερπετό του πουλιού μαγαρισμένο αυτό εσάς, να μη φαγωθούν (Πεντ. Δευτ. XIV 19).
    • 2) Λερωμένος, βρόμικος:
      • το πρόσωπόν του απ’ αίμα και κορνιακτόν όλο μαγαρισμένον (Θησ. Θ́ [182]
      • (ιδ. από κόπρανα):
        • μαγαρισμένα σπάργανα (Σπανός D 652).
    • 3) Αμαρτωλός, ανήθικος:
      • ο μαγαρισμένος Ηρώδης (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 406· Διήγ. Αλ. V 59).
    • 4) Άπιστος:
      • ο βασιλεύς Φίλιππος … Σαρακηνός την γενεάν ήτον μαγαρισμένος (Φλώρ. 29).
    • 5) (Πιθ.) επικίνδυνος, δύσκολος:
      • δύο ακρωτήρια μαγαρισμένα (Πορτολ. Β 3724).
    • 6) (Υβριστ.):
      • Αφορεσμένε γάδαρε …, σκύλε μαγαρισμένε (Γαδ. διήγ. 366
      • γυναίκα κακορίζικε, Εύα μαγαρισμένη (Συναξ. γυν. 127).

[<ουσ. μαγαρίτης - αραβ. Muhᾱir + κατάλ. ‑ίζω (Kahane, GR I 344-54, 622)· λίγο πιθ. <αρχ. ή μτγν. μεγαρίζω (<αρχ. ή μτγν. μέγαρα, Ανδρ., ΛΚΝ). Η λ. τον 9. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες