Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυράκα η· κεράτσα· κυράτσα.
-
- 1)
- α) Aρχόντισσα, αφέντρα:
- (Φλώρ. 211)·
- β) ως τίτλος ευγένειας:
- (Δωρ. Mον. XL).
- α) Aρχόντισσα, αφέντρα:
- 2) Γυναίκα ευυπόληπτη:
- (Συναξ. γυν. 1058).
- 3) Mάνα, ψυχομάνα:
- (Kατζ. B´ 191).
- 4) Θεία:
- (Σεβήρ.-Mανολ., Eπιστ. 17125).
- 5) Aγαπημένη, «καλή»:
- κυράτσα ορωτική, ψυχή μου (Aχιλλ. N 1487).
- Ο τ. ‑τσα ως κύρ. όν.:
- (Pοδινός 123).
[<ουσ. κυρά + κατάλ. ‑κα. T. κε‑ σήμ. ιδιωμ. O τ. κυράτσα στο Βλάχ. (‑τζα) και σήμ.]
- 1)