Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτιστήριν
1 εγγραφή
κτιστήριν το.
  • Kτήριο:
    • (Iμπ. (Legr.) 678).

[<αόρ. του κτίζω + κατάλ. τήριν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες