Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούρβα
1 εγγραφή
κούρβα η.
  • Πόρνη:
    • Κούρβες, μαυλίστρες απέφευγε, εις αύτες μην πηγαίνεις (Δεφ., Λόγ. 129
    • (υβριστ.):
      • τότε η κούρβα η Μαξιμού τον γέροντα ατιμάζει (Διγ. Esc. 1518).

[<λατ. curva ή, πιο πιθ., <παλαιότ. σλαβ. kourăva (Meyer, NS II 36). Η λ. στο Meursius και σήμ. ποντ. και κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες